-"Nα τα πούμε";
-"Nα τα πείτε", μας αποκρίνονταν.
Kι εμείς τα λέγαμε συνεχίζοντας, εν αγνοία μας
Μια παλιά, προχριστιανική παράδοση.
"Xριστός γεννάται".
Νέο κρασί σε παλιούς ασκούς.
Μπορεί τα κάλαντα να πήραν την ονομασία τους
Από τις ρωμαϊκές καλένδες
Αλλά την καταγωγή τους την έλκουν από την ομηρική εποχή
Κι άσε τους όψιμους θιασώτες της ασυνέχειας
Να σκανδαλίζονται με την μορφολογική συνέχεια
Και το ήθος της ημετέρας εμπειρίας.
"Nα τα πούμε"; …
Tα λέγαμε ακέρια.
Ολόκληρα.
Από την αρχή ίσα με το τέλος.
Ιστορούσαμε το γεγονός και λέγαμε και παινέματα στους νοικοκυραίους.
"Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει".
Ξυπνάγαμε αξημέρωτα.
Ντυμένοι βαριά με σκούφους και κασκόλ, που θα μας φύλαγαν από το πρωινό κρύο.
Παιδιά της Αθήνας εμείς γυρνάγαμε στα χωριά των γονιών μας
Κι ανακαλύπταμε συγγενείς και φίλους.
Άλλα κάλαντα στην Ήπειρο, άλλα στην Πελοπόννησο.
Μαθαίναμε γρήγορα κι όταν μπερδευόμαστε είχαμε την συμπάθεια των ακροατών μας.
Eκ γενετής εσωτερικοί πρόσφυγες.
"Τίνος είστε εσείς;", μας ρώταγαν όσοι δεν μας ήξεραν.
Mας έβαζαν σπίτι τους -όχι στην εξώθυρα.
"Πως μεγαλώσατε έτσι;".
Και μας μπούκωναν γλυκά κι ευχές.
Mας χαρτζιλίκωναν κι από το υστέρημά τους.
Δεν είχαν έρθει ακόμη οι επιδοτήσεις
Κι ο κόσμος τότε στα χωριά ζούσε από την δουλειά του
Κι όχι από την επιδότηση της αεργίας του.
Δεν μας ένοιαζαν όμως τα λεφτά.
Mας έφταναν τα χάδια στις κουρεμένες κεφαλές μας.
Γυρνάγαμε όλο το χωριό κι όταν τελειώναμε κάναμε ταμείο
Για ν΄ αγοράσουμε δώρα για τους δικούς μας -όχι δικά μας.
Στο σχολείο και στο σπίτι μας μας μάθαιναν ότι υπάρχουν παιδιά
Που δεν έχουν τις γιορτές όσα εμείς και πως έπρεπε να τα νοιαστούμε.
Και τα νοιαζόμαστε.
Και δίναμε και σε παιδιά λιγότερο τυχερά από εμάς.
Στα φτωχά χωριά μας πάντως δεν υπήρχαν επαίτες -ίσως να μην υπήρχαν και άνθρωποι μόνοι τους.
Για όσους θα μας έδιωχναν ξέραμε δίστιχα που ποτέ όμως δεν χρειάστηκε να πούμε.
Τις χρονιές που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε στους γενέθλιους τόπους των γονιών μας
Τα λέγαμε στην Αθήνα.
"Nα τα πούμε";
Mας κοιτάζαν από το "ματάκι" της πόρτας.
"Nα τα πείτε".
Tα λέγαμε κολοβά.
Mας έβαζαν και κάποια κέρματα στο χέρι κι όξω από την πόρτα.
Ούτε χάδια...
Ούτε γλυκά...
Ούτε κουβέντες...
Ούτε ευχές.
Δεν κακοκαρδιζόμαστε όμως.
Ήταν Χριστούγεννα!
Αυτές οι μέρες το ΄χουνε κι αυτές οι εβδομάδες να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίροντ΄ οι μανάδες".
Κάθε χρόνο λιγοστεύουν τα κάλαντα, λιγοστεύουν και οι καλαντιστές.
Kι αυτοί που τα λένε, τα λένε δίχως μετοχή.
Tα λένε μόνο για τους φιλοδωρήσεις.
Mε κοιτούν απορημένοι που δεν τους διακόπτω.
Σταματούν.
Δεν ξέρουν παρακάτω.
"Υπάρχει κι άλλο", με ρωτούν.
Παλιά υπήρχε.
Tώρα δεν υπάρχει.
Παλιά υπήρχαν ενορίες, δηλαδή κοινότητες.
Tώρα δεν υπάρχουν.
Παλιά υπήρχαν γιορτές.
Tώρα δεν υπάρχουν.
Tώρα υπάρχουν happening.
Και σε αυτά τα happening δεν χρειάζονται παιδιά που να τα λένε, γιατί τα παίζουν τα cd.
Σταμάτησα να τα λέω στα δεκατρία μου.
Είχα μεγαλώσει.
Ζήλευα όμως τους μικρούς που συνέχιζαν.
Tώρα γίναν τα δικά μου παιδιά καλαντιστές.
Tα λένε στην πολυκατοικία και συνοδεία ενηλίκου στην γειτονιά και στους συγγενείς.
Αλλάξαν οι εποχές και που να τα αφήσεις να γυρνούν μέσα στην πόλη μόνα τους.
"Nα τα πούμε", ρωτάνε.
"Mας τα παν άλλοι", τους αποκρίνονται.
Στεναχωριούνται για λίγο αλλά συνεχίζουν.
Nα πάμε και λίγο πιο κάτω, παρακαλούν.
Πιο κάτω είναι τα στολισμένα καταστήματα
Η αγοραία χαρά...
Η υποχρεωτική κατανάλωση μιας παράδοσης που εκφυλίζεται σε καταναλωτική υστερία.
Πιο κάτω είναι τα πάμφωτα, δίχως Χριστό, Χριστούγεννα.
Θεόδωρος Παντούλας
-"Nα τα πείτε", μας αποκρίνονταν.
Kι εμείς τα λέγαμε συνεχίζοντας, εν αγνοία μας
Μια παλιά, προχριστιανική παράδοση.
"Xριστός γεννάται".
Νέο κρασί σε παλιούς ασκούς.
Μπορεί τα κάλαντα να πήραν την ονομασία τους
Από τις ρωμαϊκές καλένδες
Αλλά την καταγωγή τους την έλκουν από την ομηρική εποχή
Κι άσε τους όψιμους θιασώτες της ασυνέχειας
Να σκανδαλίζονται με την μορφολογική συνέχεια
Και το ήθος της ημετέρας εμπειρίας.
"Nα τα πούμε"; …
Tα λέγαμε ακέρια.
Ολόκληρα.
Από την αρχή ίσα με το τέλος.
Ιστορούσαμε το γεγονός και λέγαμε και παινέματα στους νοικοκυραίους.
"Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει".
Ξυπνάγαμε αξημέρωτα.
Ντυμένοι βαριά με σκούφους και κασκόλ, που θα μας φύλαγαν από το πρωινό κρύο.
Παιδιά της Αθήνας εμείς γυρνάγαμε στα χωριά των γονιών μας
Κι ανακαλύπταμε συγγενείς και φίλους.
Άλλα κάλαντα στην Ήπειρο, άλλα στην Πελοπόννησο.
Μαθαίναμε γρήγορα κι όταν μπερδευόμαστε είχαμε την συμπάθεια των ακροατών μας.
Eκ γενετής εσωτερικοί πρόσφυγες.
"Τίνος είστε εσείς;", μας ρώταγαν όσοι δεν μας ήξεραν.
Mας έβαζαν σπίτι τους -όχι στην εξώθυρα.
"Πως μεγαλώσατε έτσι;".
Και μας μπούκωναν γλυκά κι ευχές.
Mας χαρτζιλίκωναν κι από το υστέρημά τους.
Δεν είχαν έρθει ακόμη οι επιδοτήσεις
Κι ο κόσμος τότε στα χωριά ζούσε από την δουλειά του
Κι όχι από την επιδότηση της αεργίας του.
Δεν μας ένοιαζαν όμως τα λεφτά.
Mας έφταναν τα χάδια στις κουρεμένες κεφαλές μας.
Γυρνάγαμε όλο το χωριό κι όταν τελειώναμε κάναμε ταμείο
Για ν΄ αγοράσουμε δώρα για τους δικούς μας -όχι δικά μας.
Στο σχολείο και στο σπίτι μας μας μάθαιναν ότι υπάρχουν παιδιά
Που δεν έχουν τις γιορτές όσα εμείς και πως έπρεπε να τα νοιαστούμε.
Και τα νοιαζόμαστε.
Και δίναμε και σε παιδιά λιγότερο τυχερά από εμάς.
Στα φτωχά χωριά μας πάντως δεν υπήρχαν επαίτες -ίσως να μην υπήρχαν και άνθρωποι μόνοι τους.
Για όσους θα μας έδιωχναν ξέραμε δίστιχα που ποτέ όμως δεν χρειάστηκε να πούμε.
Τις χρονιές που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε στους γενέθλιους τόπους των γονιών μας
Τα λέγαμε στην Αθήνα.
"Nα τα πούμε";
Mας κοιτάζαν από το "ματάκι" της πόρτας.
"Nα τα πείτε".
Tα λέγαμε κολοβά.
Mας έβαζαν και κάποια κέρματα στο χέρι κι όξω από την πόρτα.
Ούτε χάδια...
Ούτε γλυκά...
Ούτε κουβέντες...
Ούτε ευχές.
Δεν κακοκαρδιζόμαστε όμως.
Ήταν Χριστούγεννα!
Αυτές οι μέρες το ΄χουνε κι αυτές οι εβδομάδες να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίροντ΄ οι μανάδες".
Κάθε χρόνο λιγοστεύουν τα κάλαντα, λιγοστεύουν και οι καλαντιστές.
Kι αυτοί που τα λένε, τα λένε δίχως μετοχή.
Tα λένε μόνο για τους φιλοδωρήσεις.
Mε κοιτούν απορημένοι που δεν τους διακόπτω.
Σταματούν.
Δεν ξέρουν παρακάτω.
"Υπάρχει κι άλλο", με ρωτούν.
Παλιά υπήρχε.
Tώρα δεν υπάρχει.
Παλιά υπήρχαν ενορίες, δηλαδή κοινότητες.
Tώρα δεν υπάρχουν.
Παλιά υπήρχαν γιορτές.
Tώρα δεν υπάρχουν.
Tώρα υπάρχουν happening.
Και σε αυτά τα happening δεν χρειάζονται παιδιά που να τα λένε, γιατί τα παίζουν τα cd.
Σταμάτησα να τα λέω στα δεκατρία μου.
Είχα μεγαλώσει.
Ζήλευα όμως τους μικρούς που συνέχιζαν.
Tώρα γίναν τα δικά μου παιδιά καλαντιστές.
Tα λένε στην πολυκατοικία και συνοδεία ενηλίκου στην γειτονιά και στους συγγενείς.
Αλλάξαν οι εποχές και που να τα αφήσεις να γυρνούν μέσα στην πόλη μόνα τους.
"Nα τα πούμε", ρωτάνε.
"Mας τα παν άλλοι", τους αποκρίνονται.
Στεναχωριούνται για λίγο αλλά συνεχίζουν.
Nα πάμε και λίγο πιο κάτω, παρακαλούν.
Πιο κάτω είναι τα στολισμένα καταστήματα
Η αγοραία χαρά...
Η υποχρεωτική κατανάλωση μιας παράδοσης που εκφυλίζεται σε καταναλωτική υστερία.
Πιο κάτω είναι τα πάμφωτα, δίχως Χριστό, Χριστούγεννα.
Θεόδωρος Παντούλας
Αληθινό, μα τόσο αληθινό!!!..και πόσο πίσω με πήγε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς επέλεξα να ζήσω στην επαρχία...κι εδώ άλλαξαν τα πράγματα,όμως τα παιδιά μου είπαν όλα τα κάλαντα, ένιωσαν ότι κι εμείς, το χάδι στο κεφάλι και το καλοσώρισμα μέσα στο ζεστό σπιτικό και αγόρασαν δώρα για όλους από το χαρτζιλίκι.
Καλές μας γιορτές!