Ο χορτασμός περισσότερων από πέντε χιλιάδες ανθρώπων με πέντε άρτους και δύο ψάρια αποτελεί, αγαπητοί μου αδελφοί, το θαύμα εκείνο δια του οποίου ο Χριστός έδωσε ορατό σημείο της θεϊκής Του δύναμης σε μαζικό επίπεδο.
Συνήθως τα θαύματα του Χριστού είναι προσωπικά. Απευθύνονται σε ένα ή δύο ανθρώπους κάθε φορά. Εδώ πρόκειται για ένα θαύμα το οποίο προκαλεί απεριόριστο θαυμασμό και στη συνέχεια ενθουσιασμό τέτοιο, που οι άνθρωποι θα επιχειρήσουν να ανακηρύξουν τον Χριστό ως τον επίγειο βασιλιά τους. Τους έδωσε τη δυνατότητα να έχουν, έστω και για μία ημέρα, την επίγεια τροφή τους, άκοπα, άφθονα, αναπάντεχα. Οι άνθρωποι νιώθουν ότι η επιβίωση κοντά στον Χριστό είναι εξασφαλισμένη. Οι υλικές τους ανάγκες μπορούν να καλυφθούν, χωρίς κόπο, χωρίς αγωνία, χωρίς άγχος. Γιατί να μην είναι ο Χριστός ο άρχοντάς τους, γενναιόδωρος, ικανός να πολλαπλασιάσει το ελάχιστο και να τους θρέψει μέχρι κορεσμού;
Ο Χριστός θα αρνηθεί βεβαίως κάτι τέτοιο, προκαλώντας και την οργή τους, αλλά θα φύγει από ανάμεσά τους, δείχνοντάς τους ότι ο αληθινός σκοπός της κοινωνίας Του με τον κόσμο δεν είναι η επιβίωση του ανθρώπου αλλά ο Άρτος της Ζωής, η αγάπη που γίνεται άνοιγμα αιωνιότητας, με απλοχεριά, πληρότητα και την ίδια στιγμή με μοναδική προϋπόθεση την πείνα για Θεό, που κάνει όποιον το επιθυμεί να εγκαταλείψει τη ζωή του, την εργασία του, τις κοσμικές του προτεραιότητας, για να ακούσει τον λόγο του Χριστού και να κοινωνήσει το Πρόσωπό Του.
Προκαλεί εντύπωση, εκτός των άλλων, η απάντηση του Χριστού στους μαθητές Του, όταν εκείνοι Τον παρακαλούν να επιτρέψει στους ανθρώπους να πάνε στα γύρω χωριά, καθώς βρίσκονταν σε έρημο τόπο, για να αγοράσουν φαγητά για να φάνε, αφού ήδη η ημέρα είχε περάσει. «Ου χρείαν έχουσιν απελθείν . δότε αυτοίς υμείς φαγείν» (Ματθ. 14, 16), είναι ο λόγος του Κυρίου. Δε υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε.
Αυτός ο λόγος «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» ήταν και είναι ένα σπουδαίο μήνυμα του Χριστού προς όλους τους ανθρώπους.
Πρωτίστως είναι ένα μήνυμα προς όλους όσους στη ζωή τους έχουν την καλή, την καλοπροαίρετη αναζήτηση. Αυτούς οι οποίοι θέλουν από τον Χριστό και την Εκκλησία την αλήθεια, αλλά νιώθουν ότι οι βιοτικές μέριμνες τους τραβούνε
προς τον κόσμο, την εργασία, την καθημερινή φροντίδα. Αυτούς που ζούνε τον πειρασμό ότι καλή είναι η πίστη, παρηγορεί για λίγο τον άνθρωπο, του δίνει τη δυνατότητα να βρει την αλήθεια, όμως δεν φτάνει, διότι οι υλικές ανάγκες, η επιθυμία να χαρούμε αυτή την έστω πρόσκαιρη ζωή, είναι πολύ ισχυρή. Ο Χριστός προτρέπει όλους να παραμείνουν κοντά Του. Είναι η πρόνοιά Του, είναι ο φωτισμός και η στήριξή που δίνει σε όσους θέλουν να Τον αποδεχτούν και να Τον κοινωνούν στην καρδιά τους, είναι η δύναμη που δίνει η παρουσία Του σε όσους ζητούν να αντέξουν στις δυσκολίες της επιβίωσης χωρίς να απελπίζονται, χωρίς να τις καθιστούν άγχος και προτεραιότητα, είναι η επίγνωση ότι η ζωή στην οποία έχουμε κληθεί να υπάρχουμε είναι και μία πρόσκληση μαρτυρίας της όντως αλήθειας που είναι Εκείνος, με τους λόγους, τα έργα, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα.
Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Οι άνθρωποι αναζητούμε νόημα στην καθημερινότητα του πολιτισμού. Πιστεύουμε πως ο Χριστός και η Εκκλησία δεν μπορούνε να αγγίξουν τις συντεταγμένες της ζωής. Πιστεύουμε ότι η σχέση με τον Χριστό και η ζωή της Εκκλησίας μας υποχρεώνουν να είμαστε απομονωμένοι, περιθωριακοί και συμβιβασμένοι, όμως και μόνο η παρουσία μας κοντά Του και στην Εκκλησία αποτελεί μία πράξη αληθινής αντίστασης, η οποία δείχνει ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης: να αγαπούμε, να ελπίζουμε, να στεκόμαστε με επίγνωση ποιος είναι ο κόσμος, ποια η ζωή και τι θέλει ο Θεός που μας δημιούργησε και μας δίνει την ευκαιρία να αναστηθούμε να κάνουμε για να είμαστε κοντά Του. Δεν έχουμε λοιπόν ανάγκη να φύγουμε και να αναζητήσουμε νόημα εκτός της ζωής του Θεού, αφού μόνο αυτή μας δίνει πληρότητα, μόνο αυτή μας τρέφει προς ζωήν αιώνιον.
Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Είναι μία συνεχής προτροπή του Χριστού προς όλους όσους θέλουμε να είμαστε χριστιανοί να δώσουμε στους ανθρώπους την δική Του τροφή, την αιώνια, χωρίς να αρνηθούμε να συνδράμουμε και στην υλική τροφή. Να μπορέσουμε να συνδυάσουμε αρμονικά τόσο την τροφή του πνεύματος όσο και την συμβολή, έστω και στο μέτρο του προσκαίρου και εφικτού, και στην αντιμετώπιση των υλικών αναγκών των ανθρώπων και μάλιστα εκείνων που διψούν για Θεό. Η Εκκλησία δεν κλείνει την πόρτα της αγάπης σε κανέναν. Όμως είναι σημαντικό και οι άνθρωποι, οι οποίοι επιθυμούν να λάβουν από την Εκκλησία, να μην την βλέπουν μόνο με την ιδιοτέλεια της πρόσληψης, αλλά και με την επιθυμία της σωτηρίας.
Ο ανθρωπισμός της εποχής μας θεωρεί ρατσισμό το να κλείσει κάποιος την πόρτα στους άλλους ανθρώπους, που δεν ακολουθούν τις ιδέες, τον τρόπο ζωής μας, την ταυτότητά μας, τις παραδόσεις μας και όντως μια τέτοια στάση ζωής είναι απάνθρωπη, σκληρή και ανάλγητη. Όμως, ως πότε οι άνθρωποι θα οχυρώνονται πίσω από το λαμβάνειν, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να ακούσουν για την πίστη, να αναζητήσουν Ποιος είναι Αυτός ο Οποίος ωθεί τους χριστιανούς να αγαπούνε και να προσφέρουν όσο μπορούν, από το περίσσευμα ή το υστέρημά τους.
Ζούμε σε μία εποχή στην οποία οι άνθρωποι απαιτούν από την Εκκλησία την ύλη. Θεωρούν υποχρεωμένους τους χριστιανούς να προσφέρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν.
Λησμονούν ότι η ύλη πρόσκαιρα καλύπτει τις ανθρώπινες ανάγκες, διότι μόνο αναστέλλει χωρίς να εξαλείφει τον θάνατο. Και δεν τολμούμε ως χριστιανοί να υποδείξουμε τόσο στους εαυτούς μας να μην έχουμε άγχος, όσο και στον πολύ κόσμο που κουνά το δάχτυλο προς την Εκκλησία και ζητά, κάποτε και με θράσος και με υπερβολή, ότι αξίζει να δει γιατί η Εκκλησία θέλει να προσφέρει, θέλει να αγαπήσει και Ποιον Θεό κηρύττει.
Διότι δεν είναι μία αφ’ εαυτού πρωτοβουλία ούτε ένας ανθρωπισμός η μαρτυρία της πίστης, αλλά ο συνδυασμός της κοινωνίας με τον Χριστό και της συνολικής, πληρωτικής αγάπης που βλέπει τον άνθρωπο και στον παρόντα και στον αιώνιο χρόνο. Εκείνοι οι άνθρωποι που άκουσαν τον Χριστό για μία ολόκληρη ημέρα έλαβαν την ευλογία να χορτάσουν και την υλική τους πείνα. Όμως ο Χριστός αρνήθηκε να θεοποιήσει και να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα θαυματουργικά να δίνει στους ανθρώπους την τροφή και διότι δεν θα ήταν ελεύθεροι να Τον αποδεχτούν ή να Τον απορρίψουν αλλά και διότι θα αλλοτριωνόταν εντελώς το μήνυμα που ήρθε να δώσει: ότι σώζει η πείνα γι’ Αυτόν ως τον Άρτο της ζωής, ότι έχει νόημα να λάβεις τα υλικά μόνο όταν μπορείς να τα αξιοποιήσεις προς όφελος της ύπαρξής σου σε συσχετισμό με την ανάσταση και την αιωνιότητα.
Αυτό είναι τελικά και το νόημα της αληθινής αγάπης την οποία προσφέρει ο Θεάνθρωπος σε αντιδιαστολή με την μερική, πρόσκαιρη και συναισθηματική αγάπη που ο ανθρωπισμός του κόσμου δίνει. Κι αυτή βεβαίως χρειάζεται. Δεν λυτρώνει όμως και δεν αφυπνίζει αληθινά τον άνθρωπο, για να κάνει μέσα του την επανάσταση της σωτηρίας, της αλλαγής, της αντίστασης στο συμβιβασμό της επιβίωσης.
Αμήν!
Συνήθως τα θαύματα του Χριστού είναι προσωπικά. Απευθύνονται σε ένα ή δύο ανθρώπους κάθε φορά. Εδώ πρόκειται για ένα θαύμα το οποίο προκαλεί απεριόριστο θαυμασμό και στη συνέχεια ενθουσιασμό τέτοιο, που οι άνθρωποι θα επιχειρήσουν να ανακηρύξουν τον Χριστό ως τον επίγειο βασιλιά τους. Τους έδωσε τη δυνατότητα να έχουν, έστω και για μία ημέρα, την επίγεια τροφή τους, άκοπα, άφθονα, αναπάντεχα. Οι άνθρωποι νιώθουν ότι η επιβίωση κοντά στον Χριστό είναι εξασφαλισμένη. Οι υλικές τους ανάγκες μπορούν να καλυφθούν, χωρίς κόπο, χωρίς αγωνία, χωρίς άγχος. Γιατί να μην είναι ο Χριστός ο άρχοντάς τους, γενναιόδωρος, ικανός να πολλαπλασιάσει το ελάχιστο και να τους θρέψει μέχρι κορεσμού;
Ο Χριστός θα αρνηθεί βεβαίως κάτι τέτοιο, προκαλώντας και την οργή τους, αλλά θα φύγει από ανάμεσά τους, δείχνοντάς τους ότι ο αληθινός σκοπός της κοινωνίας Του με τον κόσμο δεν είναι η επιβίωση του ανθρώπου αλλά ο Άρτος της Ζωής, η αγάπη που γίνεται άνοιγμα αιωνιότητας, με απλοχεριά, πληρότητα και την ίδια στιγμή με μοναδική προϋπόθεση την πείνα για Θεό, που κάνει όποιον το επιθυμεί να εγκαταλείψει τη ζωή του, την εργασία του, τις κοσμικές του προτεραιότητας, για να ακούσει τον λόγο του Χριστού και να κοινωνήσει το Πρόσωπό Του.
Προκαλεί εντύπωση, εκτός των άλλων, η απάντηση του Χριστού στους μαθητές Του, όταν εκείνοι Τον παρακαλούν να επιτρέψει στους ανθρώπους να πάνε στα γύρω χωριά, καθώς βρίσκονταν σε έρημο τόπο, για να αγοράσουν φαγητά για να φάνε, αφού ήδη η ημέρα είχε περάσει. «Ου χρείαν έχουσιν απελθείν . δότε αυτοίς υμείς φαγείν» (Ματθ. 14, 16), είναι ο λόγος του Κυρίου. Δε υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε.
Αυτός ο λόγος «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» ήταν και είναι ένα σπουδαίο μήνυμα του Χριστού προς όλους τους ανθρώπους.
Πρωτίστως είναι ένα μήνυμα προς όλους όσους στη ζωή τους έχουν την καλή, την καλοπροαίρετη αναζήτηση. Αυτούς οι οποίοι θέλουν από τον Χριστό και την Εκκλησία την αλήθεια, αλλά νιώθουν ότι οι βιοτικές μέριμνες τους τραβούνε
προς τον κόσμο, την εργασία, την καθημερινή φροντίδα. Αυτούς που ζούνε τον πειρασμό ότι καλή είναι η πίστη, παρηγορεί για λίγο τον άνθρωπο, του δίνει τη δυνατότητα να βρει την αλήθεια, όμως δεν φτάνει, διότι οι υλικές ανάγκες, η επιθυμία να χαρούμε αυτή την έστω πρόσκαιρη ζωή, είναι πολύ ισχυρή. Ο Χριστός προτρέπει όλους να παραμείνουν κοντά Του. Είναι η πρόνοιά Του, είναι ο φωτισμός και η στήριξή που δίνει σε όσους θέλουν να Τον αποδεχτούν και να Τον κοινωνούν στην καρδιά τους, είναι η δύναμη που δίνει η παρουσία Του σε όσους ζητούν να αντέξουν στις δυσκολίες της επιβίωσης χωρίς να απελπίζονται, χωρίς να τις καθιστούν άγχος και προτεραιότητα, είναι η επίγνωση ότι η ζωή στην οποία έχουμε κληθεί να υπάρχουμε είναι και μία πρόσκληση μαρτυρίας της όντως αλήθειας που είναι Εκείνος, με τους λόγους, τα έργα, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα.
Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Οι άνθρωποι αναζητούμε νόημα στην καθημερινότητα του πολιτισμού. Πιστεύουμε πως ο Χριστός και η Εκκλησία δεν μπορούνε να αγγίξουν τις συντεταγμένες της ζωής. Πιστεύουμε ότι η σχέση με τον Χριστό και η ζωή της Εκκλησίας μας υποχρεώνουν να είμαστε απομονωμένοι, περιθωριακοί και συμβιβασμένοι, όμως και μόνο η παρουσία μας κοντά Του και στην Εκκλησία αποτελεί μία πράξη αληθινής αντίστασης, η οποία δείχνει ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης: να αγαπούμε, να ελπίζουμε, να στεκόμαστε με επίγνωση ποιος είναι ο κόσμος, ποια η ζωή και τι θέλει ο Θεός που μας δημιούργησε και μας δίνει την ευκαιρία να αναστηθούμε να κάνουμε για να είμαστε κοντά Του. Δεν έχουμε λοιπόν ανάγκη να φύγουμε και να αναζητήσουμε νόημα εκτός της ζωής του Θεού, αφού μόνο αυτή μας δίνει πληρότητα, μόνο αυτή μας τρέφει προς ζωήν αιώνιον.
Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Είναι μία συνεχής προτροπή του Χριστού προς όλους όσους θέλουμε να είμαστε χριστιανοί να δώσουμε στους ανθρώπους την δική Του τροφή, την αιώνια, χωρίς να αρνηθούμε να συνδράμουμε και στην υλική τροφή. Να μπορέσουμε να συνδυάσουμε αρμονικά τόσο την τροφή του πνεύματος όσο και την συμβολή, έστω και στο μέτρο του προσκαίρου και εφικτού, και στην αντιμετώπιση των υλικών αναγκών των ανθρώπων και μάλιστα εκείνων που διψούν για Θεό. Η Εκκλησία δεν κλείνει την πόρτα της αγάπης σε κανέναν. Όμως είναι σημαντικό και οι άνθρωποι, οι οποίοι επιθυμούν να λάβουν από την Εκκλησία, να μην την βλέπουν μόνο με την ιδιοτέλεια της πρόσληψης, αλλά και με την επιθυμία της σωτηρίας.
Ο ανθρωπισμός της εποχής μας θεωρεί ρατσισμό το να κλείσει κάποιος την πόρτα στους άλλους ανθρώπους, που δεν ακολουθούν τις ιδέες, τον τρόπο ζωής μας, την ταυτότητά μας, τις παραδόσεις μας και όντως μια τέτοια στάση ζωής είναι απάνθρωπη, σκληρή και ανάλγητη. Όμως, ως πότε οι άνθρωποι θα οχυρώνονται πίσω από το λαμβάνειν, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να ακούσουν για την πίστη, να αναζητήσουν Ποιος είναι Αυτός ο Οποίος ωθεί τους χριστιανούς να αγαπούνε και να προσφέρουν όσο μπορούν, από το περίσσευμα ή το υστέρημά τους.
Ζούμε σε μία εποχή στην οποία οι άνθρωποι απαιτούν από την Εκκλησία την ύλη. Θεωρούν υποχρεωμένους τους χριστιανούς να προσφέρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν.
Λησμονούν ότι η ύλη πρόσκαιρα καλύπτει τις ανθρώπινες ανάγκες, διότι μόνο αναστέλλει χωρίς να εξαλείφει τον θάνατο. Και δεν τολμούμε ως χριστιανοί να υποδείξουμε τόσο στους εαυτούς μας να μην έχουμε άγχος, όσο και στον πολύ κόσμο που κουνά το δάχτυλο προς την Εκκλησία και ζητά, κάποτε και με θράσος και με υπερβολή, ότι αξίζει να δει γιατί η Εκκλησία θέλει να προσφέρει, θέλει να αγαπήσει και Ποιον Θεό κηρύττει.
Διότι δεν είναι μία αφ’ εαυτού πρωτοβουλία ούτε ένας ανθρωπισμός η μαρτυρία της πίστης, αλλά ο συνδυασμός της κοινωνίας με τον Χριστό και της συνολικής, πληρωτικής αγάπης που βλέπει τον άνθρωπο και στον παρόντα και στον αιώνιο χρόνο. Εκείνοι οι άνθρωποι που άκουσαν τον Χριστό για μία ολόκληρη ημέρα έλαβαν την ευλογία να χορτάσουν και την υλική τους πείνα. Όμως ο Χριστός αρνήθηκε να θεοποιήσει και να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα θαυματουργικά να δίνει στους ανθρώπους την τροφή και διότι δεν θα ήταν ελεύθεροι να Τον αποδεχτούν ή να Τον απορρίψουν αλλά και διότι θα αλλοτριωνόταν εντελώς το μήνυμα που ήρθε να δώσει: ότι σώζει η πείνα γι’ Αυτόν ως τον Άρτο της ζωής, ότι έχει νόημα να λάβεις τα υλικά μόνο όταν μπορείς να τα αξιοποιήσεις προς όφελος της ύπαρξής σου σε συσχετισμό με την ανάσταση και την αιωνιότητα.
Αυτό είναι τελικά και το νόημα της αληθινής αγάπης την οποία προσφέρει ο Θεάνθρωπος σε αντιδιαστολή με την μερική, πρόσκαιρη και συναισθηματική αγάπη που ο ανθρωπισμός του κόσμου δίνει. Κι αυτή βεβαίως χρειάζεται. Δεν λυτρώνει όμως και δεν αφυπνίζει αληθινά τον άνθρωπο, για να κάνει μέσα του την επανάσταση της σωτηρίας, της αλλαγής, της αντίστασης στο συμβιβασμό της επιβίωσης.
Αμήν!