Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος, χτισµένη στη δυτική παράλια όχθη της χερσονήσου, βρίσκεται µεταξύ των Ιερών Μονών ∆οχειαρίου και Αγίου Παντελεήµονος. Η ιστορία της µονής είναι µακραίωνη και ανάγεται πίσω στον 10ο και 11ο αιώνα, εποχή που ιδρύθηκε και η Μεγίστη Λαύρα. Κτίτορας της µονής είναι ο Άγιος Ξενοφών, ο οποίος διετέλεσε και ηγούµενός της. Οι περιπέτειες δεν έλειψαν από τη ζωή της µονής ήδη από τον καιρό της σύστασής της. Ένα τέτοιο περιστατικό αποτελεί και η διένεξη που δηµιουργήθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα µε τον κατά κόσµο ευνούχο Στέφανο - και µετέπειτα µοναχό Συµεών-, δρουγγάριο του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη. Αρχικά, αν και η είσοδος του Στεφάνου στην τάξη των µοναχών ευνόησε τη µονή µε την παροχή χρηµάτων που είχαν ως αποτέλεσµα την ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων, µετέπειτα η πορεία του ως ηγουµένου της µονής τον έφερε σε σύγκρουση µε την πλειονότητα των µοναχών, µε συνέπεια την αποµάκρυνσή του από το µοναστήρι. Η προσφυγή του Συµεών στον αυτοκράτορα Αλέξιο Κοµνηνό κατέληξε στην, µε αυτοκρατορική εντολή, επαναφορά του.
Εκτός από τα επεισόδια µε εσωτερικό χαρακτήρα, υπάρχουν και εκείνα που έχουν εξωτερικές αιτίες. Ως παράλια µονή, η Ξενοφώντος, έγινε πολλές φορές στόχος πειρατικών επιδροµών. Το 13ο αιώνα µάλιστα καταστράφηκε από Λατίνους πειρατές. Στο Γ΄ Τυπικό κατέχει την όγδοη θέση, ενώ σήµερα η ιεραρχική θέση της µονής είναι η δεκάτη έκτη. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας υποστηρίχθηκε είτε από εύπορους πιστούς βλάχικης καταγωγής είτε από τις προσόδους που έρχονταν από τη σκήτη "Ρόµβας" και δύο χωριά που της είχαν δωρηθεί από Ρουµάνους ηγεµόνες.
Κατά τον 16ο αιώνα η πλειονότητα των µοναχών ήταν Σλάβοι. Τον 17ο αιώνα βρέθηκε να χρωστά υπέρογκα ποσά σε ένα συνδικάτο Εβραίων τοκογλύφων µε αποτέλεσµα την οικονοµική της εξαθλίωση µέσα σε µια γενικότερη ατµόσφαιρα παρακµής που παρατηρείται την εποχή αυτή στον Άθω. Το 18ο αιώνα ανασυγκροτείται, µε πρώτο της µέληµα την επιστροφή στο κοινοβιακό σύστηµα το 1784. Ο ηγούµενος Παΐσιος ο Λέσβιος µε τη δραστηριότητά του προσέθεσε νέα κτίρια και ξαναζωντάνεψε τη µονή. Τότε άρχισε και η ανέγερση του νέου µεγάλου Καθολικού στα βόρεια του µοναστηριού, το οποίο και τελείωσε µετά την έναρξη της επανάστασης του 1821.
Στη νότια πλευρά της µονής είναι το παλαιό Καθολικό, διακοσµηµένο µε παλαιοχριστιανικά σύµβολα, η κατασκευή του οποίου πάει πίσω στον 11ο αιώνα, αν και πέρασε από διάφορες φασεις µε διαδοχικές προσθήκες (κοσµείται µε ξύλινο τέµπλο του 17ου αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες του έχουν επιζωγραφηθεί). Το 1864 χτίστηκε το κωδωνοστάσιο και το 1901 τοποθετήθηκε η φιάλη του αγιασµού.
Η µονή αριθµεί περί τα 600 χειρόγραφα και περί τις 7,000 έντυπα βιβλία. Αξιόλογα έργα τέχνης είναι δύο εικόνες του 14ου αιώνα, οι άγιοι Γεώργιος και ∆ηµήτριος και η γνωστή θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Στα κειµήλια του µοναστηριού περιλαµβάνονται µέρος του Τιµίου Ξύλου, πολύτιµες λειψανοθήκες µε λείψανα αγίων, εκκλησιαστικά σκεύη και άµφια. Η µονή διαθέτει 11 παρεκκλήσια, 6 εξωκκλήσια και έχει ως εξαρτήµατα τη σκήτη του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου µε 22 Καλύβες, που δυστυχώς παρακµάζει λόγω λειψανδρίας. Η µονή έχει περί τους τριάντα φιλόπονους µοναχούς.
Εκτός από τα επεισόδια µε εσωτερικό χαρακτήρα, υπάρχουν και εκείνα που έχουν εξωτερικές αιτίες. Ως παράλια µονή, η Ξενοφώντος, έγινε πολλές φορές στόχος πειρατικών επιδροµών. Το 13ο αιώνα µάλιστα καταστράφηκε από Λατίνους πειρατές. Στο Γ΄ Τυπικό κατέχει την όγδοη θέση, ενώ σήµερα η ιεραρχική θέση της µονής είναι η δεκάτη έκτη. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας υποστηρίχθηκε είτε από εύπορους πιστούς βλάχικης καταγωγής είτε από τις προσόδους που έρχονταν από τη σκήτη "Ρόµβας" και δύο χωριά που της είχαν δωρηθεί από Ρουµάνους ηγεµόνες.
Κατά τον 16ο αιώνα η πλειονότητα των µοναχών ήταν Σλάβοι. Τον 17ο αιώνα βρέθηκε να χρωστά υπέρογκα ποσά σε ένα συνδικάτο Εβραίων τοκογλύφων µε αποτέλεσµα την οικονοµική της εξαθλίωση µέσα σε µια γενικότερη ατµόσφαιρα παρακµής που παρατηρείται την εποχή αυτή στον Άθω. Το 18ο αιώνα ανασυγκροτείται, µε πρώτο της µέληµα την επιστροφή στο κοινοβιακό σύστηµα το 1784. Ο ηγούµενος Παΐσιος ο Λέσβιος µε τη δραστηριότητά του προσέθεσε νέα κτίρια και ξαναζωντάνεψε τη µονή. Τότε άρχισε και η ανέγερση του νέου µεγάλου Καθολικού στα βόρεια του µοναστηριού, το οποίο και τελείωσε µετά την έναρξη της επανάστασης του 1821.
Στη νότια πλευρά της µονής είναι το παλαιό Καθολικό, διακοσµηµένο µε παλαιοχριστιανικά σύµβολα, η κατασκευή του οποίου πάει πίσω στον 11ο αιώνα, αν και πέρασε από διάφορες φασεις µε διαδοχικές προσθήκες (κοσµείται µε ξύλινο τέµπλο του 17ου αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες του έχουν επιζωγραφηθεί). Το 1864 χτίστηκε το κωδωνοστάσιο και το 1901 τοποθετήθηκε η φιάλη του αγιασµού.
Η µονή αριθµεί περί τα 600 χειρόγραφα και περί τις 7,000 έντυπα βιβλία. Αξιόλογα έργα τέχνης είναι δύο εικόνες του 14ου αιώνα, οι άγιοι Γεώργιος και ∆ηµήτριος και η γνωστή θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Στα κειµήλια του µοναστηριού περιλαµβάνονται µέρος του Τιµίου Ξύλου, πολύτιµες λειψανοθήκες µε λείψανα αγίων, εκκλησιαστικά σκεύη και άµφια. Η µονή διαθέτει 11 παρεκκλήσια, 6 εξωκκλήσια και έχει ως εξαρτήµατα τη σκήτη του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου µε 22 Καλύβες, που δυστυχώς παρακµάζει λόγω λειψανδρίας. Η µονή έχει περί τους τριάντα φιλόπονους µοναχούς.