Ο αγώνας για την απόκτηση μιας αρετής δεν είναι πάντοτε ένα απλό εγχείρημα, δηλ. εύκολη και αυτονόητη κατάκτηση. Χρειάζεται ένας μεγάλος βαθμός εγρηγόρσεως και νήψεως στον αγώνα για την κατάκτηση μιας οποιασδήποτε αρετής, επειδή κάθε αρετή ζευγαρώνεται πολύ εύκολα με την αντίθετή της κακία.
Σε κάθε αρετή αντιστοιχεί η αντίθετη προς αυτήν κακία και δεν είναι συχνά δύσκολο, αγωνιζόμενος κάποιος για την κατάκτηση μιας αρετής, να ολισθήσει στην αντίθετή της κακία. Αυτήν την πραγματικότητα την περιγράφει ως εξής ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (της Κλίμακος).
«Μερικές φορές καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και ένα βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπλεγμένες μαζί τους. Επί παραδείγματι: Με την φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία, με την αγάπη η πορνεία, με την φρόνηση η πονηρία, με την πραότητα η υπουλότητα και η νωθρότητα και η οκνηρία… Με την σιωπή η διδασκαλική υπεροψία… Σε όλα δε αυτά ακολουθεί σαν κοινό κολλύριο ή μάλλον δηλητήριο, η κενοδοξία».
Στην περίπτωση επομένως που ο πνευματικός, καλοπροαίρετος αγωνιστής, δεν εφαρμόζει την εγρήγορση και νήψη, κινδυνεύει να εμπλακεί στην παγίδα κάποιας κακίας χωρίς να το αντιληφθεί, επειδή ο νους του και ο λογισμός του είναι προσηλωμένος στην απόκτηση κάποιας σημαντικής αρετής, χωρίς την υποψία της πιθανότητας κάποιας διολισθήσεώς του στην αντίθετη ή παραπλήσια προς αυτήν κακία. Αλλά και ο Αββάς Θαλάσσιος θα παρατηρήσει ότι «Δίπλα σε όλες τις αρετές είναι φυτεμένες οι κακίες· και μάλιστα τόσο κοντά, ώστε οι πονηροί άνθρωποι να βλέπουν ακόμη και τις αρετές ως κακίες».
Και η παρατήρηση αυτή του αγίου Θαλασσίου δείχνει επίσης ότι η επιδίωξη μιας αρετής είναι συνδεδεμένη με πολλούς κινδύνους εκτροπής του πνευματικού αγωνιστή στους σκόλιους δρόμους της κακίας. Και μάλιστα ο μεγαλύτερος κίνδυνος φαίνεται πράγματι να είναι το «δηλητήριο» της κενοδοξίας, δεδομένου ότι κάθε κακία υπηρετεί την φιλαυτία την εγωλατρία και γενικώς τη στήριξη της ατομικής δαιμονικής αξιώσεως για κάθε είδους «θεοείδειαν», υλόφρονα και γεώδη ή πνευματική», στα πλαίσια της δαιμονικής υποβολής- «και έσεσθε ως θεοί».
Ο όσιος Νείλος ο ασκητής μας δίνει την εικόνα της συζυγίας, της σύμπλεξης αρετής και κακίας στην αδυναμία των πέντε μωρών παρθένων, της γνωστής ευαγγελικής περικοπής, να εισέλθουν μαζί με τον νυμφίο στη χαρά των γάμων, επειδή δεν προνόησαν να έχουν μαζί τους επαρκές έλαιον για τις λαμπάδες τους, αφού υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να χρονίσει ο ερχομός του νυμφίου.
Αλλά ποιά ήταν άραγε η κακία που διέπραξαν οι χαρακτηρισθείσες ήδη υπό του Κυρίου ως μωρές παρθένες;
Κατά τον όσιο Πατέρα, η κακία η οποία αμαύρωσε το κατόρθωμα της παρθενίας των πέντε νεαρών γυναικών ήταν η φιλοχρηματία, η οποία τους στέρησε τη δυνατότητα να κοσμήσουν την παρθενική ψυχή τους με την αρετή της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας προς τον πάσχοντα ποικιλοτρόπως πλησίον και συγχρόνως τις εμπόδισε να εισέλθουν στη χαρά των γάμων με τον νυμφίο.
Έτσι οι μωρές παρθένες παρουσιάζουν μια αντίφαση, την οποία ο όσιος Νείλος προβάλλει με τα ζωηρά χρώματα μιας ως μη ώφειλε συμπεριφοράς.
Είναι βέβαια γεγονός ότι, κατά τον όσιο Πατέρα, οι μωρές παρθένες απεδύθησαν σ’ ένα σκληρό αγώνα για να κατακτήσουν την αρετή της παρθενίας· «ενίκησαν την τυραννίδα της φύσεως, εχαλίνωσαν μαινόμενη επιθυμία, κατέσβεσαν την καιόμενη φλόγα της ηδονής, εφίμωσαν με τη δύναμη του πνευματικού νόμου το φρόνημα της σαρκός, επάτησαν, χωρίς να βλαβούν στο παραμικρό, τους καιόμενους άνθρακες των ερεθισμών προς ακολασίαν».
Ενώ λοιπόν οι μωρές παρθένες έκαναν αυτόν τον δυσκολότατο αγώνα (που για πολλούς ανθρώπους είναι αδύνατος), έμειναν απαθείς στην εκδήλωση και προσφορά συμπαθείας και ελέους προς τους αναξιοπαθούντες αδελφούς, που αποτελούσε έργο ευχερές, αφού «ου πόνος, ούχ ιδρώς, ου κάματος, βούλησις δε μόνη» εχρειάζετο για τη θεοφιλή πραγματοποίησή του.
Αυτή η αντίφαση μεταξύ της κατακτήσεως μιας τόσο σπουδαίας αρετής, όπως η παρθενία, και της παραλείψεως ενός τόσο σημαντικού χρέους φιλανθρωπίας και οικτιρμών προς τους πάσχοντας αδελφούς δικαιολογεί, κατά τον όσιο Νείλο, τον χαρακτηρισμό των πέντε αυτών γυναικών ως μωρών, που τους προσήψε η θεία Γραφή. Διότι· «το δυσχερές, και του αδυνάτου πλησίον την παρθενίαν κατορθώσασαι, του ελάττονος και λίαν αν ευκόλου κατημέλησαν».
Συχνά, ο καλοπροαίρετος – συνειδητός πνευματικός αγωνιστής, εφόσον νήφει και γρηγορεί και διαλέγεται με πνεύμα ταπεινώσεως με τον εσώτερο εαυτό του, τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπο, μπορεί να εντοπίσει στην προσωπική του ζωή αυτή τη συζυγία αρετής και μωρίας. Ίσως οι περισσότεροι χριστιανοί είμαστε ενάρετοι σε κάποιες πλευρές της ζωής μας αλλά συγχρόνως και θύματα ή δούλοι μιας μωρίας, κάτω από την σκέπη της οποίας φιλοξενούνται αντιφάσεις και αναπαύονται παραβάσεις ευαγγελικής ζωής.
Σε τέτοιες περιπτώσεις εντοπίζονται, με πειστική ενάργεια, ενδοψυχικές ακαταστασίες, διασπάσεις και δυσαρμονίες, οι οποίες έχουν επισημανθεί επιγραμματικά από την αποστολική γραφίδα του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου· «Ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού».
Συχνά έχουμε ίσως καθορίσει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ένα «κομμάτι» του εαυτού μας για τα «θρησκευτικά» μας καθήκοντα ή για κάποιο είδος πνευματικής ζωής, που καθησυχάζει τη συνείδησή μας, ότι είμαστε άνθρωποι του Θεού. Αλλά έχουμε επίσης εγκαταλείψει ένα άλλο «κομμάτι» του εαυτού μας στο έλεος της λατρείας των ειδώλων του κόσμου τούτου. Αυτή ακριβώς είναι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η μωρία των χριστιανών· μια ανόσια συμπόρευση με τη μωρία του κόσμου, που μας αποδεικνύει ανθρώπους του κόσμου τούτου. Συχνά συλλαμβανόμαστε άνθρωποι του κόσμου τούτου, τη στιγμή που διατηρούμε μέσα μας την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου του Θεού και της Εκκλησίας Του.
Τέτοιες πάντως ανόσιες συζυγίες έχουν διδάξει τον πατερικό άνθρωπο να είναι αποκλειστικά προσανατολισμένος στον κακό εαυτό του, στα κρύφια και άγνωστα σ’ αυτόν αίτια των αδυναμιών του και των συμπεριφορών εκείνων, που προκαλούνται από υποβολές του παλαιού ανθρώπου, ο οποίος, ως ανύστακτος και επίβουλος ανταγωνιστής του, προσπαθεί να εξουδετερώνει το όφελος των πνευματικών του κατακτήσεων.
Η στάση αυτή του πατερικού ανθρώπου μάς διδάσκει να κλείνουμε τα μάτια μας στη λάμψη κάποιας αρετής ή κάποιου χαρίσματός μας και να τα κρατάμε αδιάλειπτα ανοικτά στο «σκότος το εν ημίν». Μια τέτοια εγρήγορση και νήψη δεν ευνοεί ασφαλώς ανόσιες και μωρές συζυγίες αρετής και κακίας.
Ιωάννη Κορναράκη, Ομότιμου Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών
Πηγή: http://iliaxtida.wordpress.com/
Σε κάθε αρετή αντιστοιχεί η αντίθετη προς αυτήν κακία και δεν είναι συχνά δύσκολο, αγωνιζόμενος κάποιος για την κατάκτηση μιας αρετής, να ολισθήσει στην αντίθετή της κακία. Αυτήν την πραγματικότητα την περιγράφει ως εξής ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (της Κλίμακος).
«Μερικές φορές καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και ένα βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπλεγμένες μαζί τους. Επί παραδείγματι: Με την φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία, με την αγάπη η πορνεία, με την φρόνηση η πονηρία, με την πραότητα η υπουλότητα και η νωθρότητα και η οκνηρία… Με την σιωπή η διδασκαλική υπεροψία… Σε όλα δε αυτά ακολουθεί σαν κοινό κολλύριο ή μάλλον δηλητήριο, η κενοδοξία».
Στην περίπτωση επομένως που ο πνευματικός, καλοπροαίρετος αγωνιστής, δεν εφαρμόζει την εγρήγορση και νήψη, κινδυνεύει να εμπλακεί στην παγίδα κάποιας κακίας χωρίς να το αντιληφθεί, επειδή ο νους του και ο λογισμός του είναι προσηλωμένος στην απόκτηση κάποιας σημαντικής αρετής, χωρίς την υποψία της πιθανότητας κάποιας διολισθήσεώς του στην αντίθετη ή παραπλήσια προς αυτήν κακία. Αλλά και ο Αββάς Θαλάσσιος θα παρατηρήσει ότι «Δίπλα σε όλες τις αρετές είναι φυτεμένες οι κακίες· και μάλιστα τόσο κοντά, ώστε οι πονηροί άνθρωποι να βλέπουν ακόμη και τις αρετές ως κακίες».
Και η παρατήρηση αυτή του αγίου Θαλασσίου δείχνει επίσης ότι η επιδίωξη μιας αρετής είναι συνδεδεμένη με πολλούς κινδύνους εκτροπής του πνευματικού αγωνιστή στους σκόλιους δρόμους της κακίας. Και μάλιστα ο μεγαλύτερος κίνδυνος φαίνεται πράγματι να είναι το «δηλητήριο» της κενοδοξίας, δεδομένου ότι κάθε κακία υπηρετεί την φιλαυτία την εγωλατρία και γενικώς τη στήριξη της ατομικής δαιμονικής αξιώσεως για κάθε είδους «θεοείδειαν», υλόφρονα και γεώδη ή πνευματική», στα πλαίσια της δαιμονικής υποβολής- «και έσεσθε ως θεοί».
Ο όσιος Νείλος ο ασκητής μας δίνει την εικόνα της συζυγίας, της σύμπλεξης αρετής και κακίας στην αδυναμία των πέντε μωρών παρθένων, της γνωστής ευαγγελικής περικοπής, να εισέλθουν μαζί με τον νυμφίο στη χαρά των γάμων, επειδή δεν προνόησαν να έχουν μαζί τους επαρκές έλαιον για τις λαμπάδες τους, αφού υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να χρονίσει ο ερχομός του νυμφίου.
Αλλά ποιά ήταν άραγε η κακία που διέπραξαν οι χαρακτηρισθείσες ήδη υπό του Κυρίου ως μωρές παρθένες;
Κατά τον όσιο Πατέρα, η κακία η οποία αμαύρωσε το κατόρθωμα της παρθενίας των πέντε νεαρών γυναικών ήταν η φιλοχρηματία, η οποία τους στέρησε τη δυνατότητα να κοσμήσουν την παρθενική ψυχή τους με την αρετή της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας προς τον πάσχοντα ποικιλοτρόπως πλησίον και συγχρόνως τις εμπόδισε να εισέλθουν στη χαρά των γάμων με τον νυμφίο.
Έτσι οι μωρές παρθένες παρουσιάζουν μια αντίφαση, την οποία ο όσιος Νείλος προβάλλει με τα ζωηρά χρώματα μιας ως μη ώφειλε συμπεριφοράς.
Είναι βέβαια γεγονός ότι, κατά τον όσιο Πατέρα, οι μωρές παρθένες απεδύθησαν σ’ ένα σκληρό αγώνα για να κατακτήσουν την αρετή της παρθενίας· «ενίκησαν την τυραννίδα της φύσεως, εχαλίνωσαν μαινόμενη επιθυμία, κατέσβεσαν την καιόμενη φλόγα της ηδονής, εφίμωσαν με τη δύναμη του πνευματικού νόμου το φρόνημα της σαρκός, επάτησαν, χωρίς να βλαβούν στο παραμικρό, τους καιόμενους άνθρακες των ερεθισμών προς ακολασίαν».
Ενώ λοιπόν οι μωρές παρθένες έκαναν αυτόν τον δυσκολότατο αγώνα (που για πολλούς ανθρώπους είναι αδύνατος), έμειναν απαθείς στην εκδήλωση και προσφορά συμπαθείας και ελέους προς τους αναξιοπαθούντες αδελφούς, που αποτελούσε έργο ευχερές, αφού «ου πόνος, ούχ ιδρώς, ου κάματος, βούλησις δε μόνη» εχρειάζετο για τη θεοφιλή πραγματοποίησή του.
Αυτή η αντίφαση μεταξύ της κατακτήσεως μιας τόσο σπουδαίας αρετής, όπως η παρθενία, και της παραλείψεως ενός τόσο σημαντικού χρέους φιλανθρωπίας και οικτιρμών προς τους πάσχοντας αδελφούς δικαιολογεί, κατά τον όσιο Νείλο, τον χαρακτηρισμό των πέντε αυτών γυναικών ως μωρών, που τους προσήψε η θεία Γραφή. Διότι· «το δυσχερές, και του αδυνάτου πλησίον την παρθενίαν κατορθώσασαι, του ελάττονος και λίαν αν ευκόλου κατημέλησαν».
Συχνά, ο καλοπροαίρετος – συνειδητός πνευματικός αγωνιστής, εφόσον νήφει και γρηγορεί και διαλέγεται με πνεύμα ταπεινώσεως με τον εσώτερο εαυτό του, τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπο, μπορεί να εντοπίσει στην προσωπική του ζωή αυτή τη συζυγία αρετής και μωρίας. Ίσως οι περισσότεροι χριστιανοί είμαστε ενάρετοι σε κάποιες πλευρές της ζωής μας αλλά συγχρόνως και θύματα ή δούλοι μιας μωρίας, κάτω από την σκέπη της οποίας φιλοξενούνται αντιφάσεις και αναπαύονται παραβάσεις ευαγγελικής ζωής.
Σε τέτοιες περιπτώσεις εντοπίζονται, με πειστική ενάργεια, ενδοψυχικές ακαταστασίες, διασπάσεις και δυσαρμονίες, οι οποίες έχουν επισημανθεί επιγραμματικά από την αποστολική γραφίδα του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου· «Ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού».
Συχνά έχουμε ίσως καθορίσει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ένα «κομμάτι» του εαυτού μας για τα «θρησκευτικά» μας καθήκοντα ή για κάποιο είδος πνευματικής ζωής, που καθησυχάζει τη συνείδησή μας, ότι είμαστε άνθρωποι του Θεού. Αλλά έχουμε επίσης εγκαταλείψει ένα άλλο «κομμάτι» του εαυτού μας στο έλεος της λατρείας των ειδώλων του κόσμου τούτου. Αυτή ακριβώς είναι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η μωρία των χριστιανών· μια ανόσια συμπόρευση με τη μωρία του κόσμου, που μας αποδεικνύει ανθρώπους του κόσμου τούτου. Συχνά συλλαμβανόμαστε άνθρωποι του κόσμου τούτου, τη στιγμή που διατηρούμε μέσα μας την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου του Θεού και της Εκκλησίας Του.
Τέτοιες πάντως ανόσιες συζυγίες έχουν διδάξει τον πατερικό άνθρωπο να είναι αποκλειστικά προσανατολισμένος στον κακό εαυτό του, στα κρύφια και άγνωστα σ’ αυτόν αίτια των αδυναμιών του και των συμπεριφορών εκείνων, που προκαλούνται από υποβολές του παλαιού ανθρώπου, ο οποίος, ως ανύστακτος και επίβουλος ανταγωνιστής του, προσπαθεί να εξουδετερώνει το όφελος των πνευματικών του κατακτήσεων.
Η στάση αυτή του πατερικού ανθρώπου μάς διδάσκει να κλείνουμε τα μάτια μας στη λάμψη κάποιας αρετής ή κάποιου χαρίσματός μας και να τα κρατάμε αδιάλειπτα ανοικτά στο «σκότος το εν ημίν». Μια τέτοια εγρήγορση και νήψη δεν ευνοεί ασφαλώς ανόσιες και μωρές συζυγίες αρετής και κακίας.
Ιωάννη Κορναράκη, Ομότιμου Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών
Πηγή: http://iliaxtida.wordpress.com/
Μου θυμίζει, Λάζαρέ μου, το εν τοις ταμείοις ημών...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αρετή θέλει σιωπή. Για την πνοή αύρας λεπτής....
Καλημέρα αδερφέ :)