ΜΑΡΙΑ: Τώρα είμαστε εδώ, σ' αυτόν τον κήπο, μι' απόσταση ανάσας από την Ιερουσαλήμ. Είμαστε εδώ. Και ξέρεις καλά, αδερφέ μου, πως ο Κύριός μας θα ήθελε να είσαι μαζί μας μ' αυτό το ξύπνημα, να ονειρεύεσαι τη ζωή και την αγάπη. Και να σ' έχει έναν φλογερό οπαδό, μια ζωντανή μαρτυρία της δόξας Του.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Δεν υπάρχει όνειρο εδώ και δεν υπάρχει ξύπνημα. Εσύ κι εγώ κι αυτός ο κήπος δεν είναι παρά μονάχα φαντασίωση, σκιά του πραγματικού. Το ξύπνημα είναι κει που ήμουνα με την αγαπημένη μου και με την πραγματικότητα.(...)
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ήμουνα ένα ποτάμι κι αναζητούσα τη θάλασσα εκεί που μένει η αγαπημένη μου, κι όταν έφτασα στη θάλασσα, οδηγήθηκα στους λόφους για να τρέχω πάλι ανάμεσα στα βράχια. Ήμουνα ένα τραγούδι φυλακισμένο μες στη σιωπή επιθυμώντας την καρδιά της αγαπημένης μου κι όταν οι άνεμοι τ' ουρανού με λευτέρωσαν και με προφέρανε μες σε κείνο το πράσινο δάσος, ξανααιχμαλωτίστηκα από μια φωνή και γύρισα πάλι στη σιωπή. Ήμουνα μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη και έγινα ένα λουλούδι και μετά ένα άρωμα μες στο άπειρο που ανέβαινε να τυλίξει την αγαπημένη μου και μ' έπιασε και μ' έκοψε ένα χέρι κι έγινα μια ρίζα πάλι, μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη.
ΜΑΡΙΑ: Α, παράξενο, πολύ παράξενο! Κι όμως, αδερφέ μου, είναι καλό να είσαι ένα ποτάμι που τρέχει κι είναι καλό να είσαι μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη. Ο Κύριος τα ήξερε όλα αυτά και σε κάλεσε πίσω κοντά μας για να μπορέσουμε να μάθουμε πως δεν υπάρχει κανένα πέπλο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Δεν καταλαβαίνεις πως είσαι ζωντανή μαρτυρία για την αθανασία; Δεν μπορείς να το νιώσεις πως μια λέξη που ειπώθηκε μ' αγάπη, φέρνει να σμίξουνε στοιχεία σκορπισμένα από κάποια ψευδαίσθηση που τη λεν θάνατο; Πίστεψε και έχε την πίστη, γιατί μονάχα στην πίστη, που είναι βαθύτερή μας γνώση, μπορείς να βρεις παρηγοριά.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ήμασταν, η αγαπημένη μου κι εγώ, μες στο άπειρο και ήμασταν άπειρο. Ήμασταν μες στο φως κι ήμασταν φως. Και περιπλανιόμασταν σαν αρχαίο πνεύμα που κινιόταν πάνω στην όψη των νερών. Κι ήταν για πάντα η πρώτη μέρα. Ήμασταν η ίδια η αγάπη που ζει μες στην καρδιά της διάφανης σιωπής. Τότε, μια φωνή σαν κεραυνός, μια φωνή σαν αμέτρητες λόγχες να τρυπούσαν τον αιθέρα, κραύγασε λέγοντας : «Λάζαρε, έλα έξω!». Κι η φωνή αντήχησε και ξαναντήχησε μες στ' άπειρο κι εγώ, σαν από παλίρροια πλημμύρας, έγινα άμπωτη. Ένα σπίτι διαλυμένο, ένα ρούχο σχισμένο, μια νιότη αξόδευτη, ένας πύργος που σωριάστηκε κι απ' τις σπασμένες πέτρες του φτιάχτηκε ένα ορόσημο. Μια φωνή κραύγασε : «Λάζαρε, έλα έξω!». Και κατέβηκα από την έπαυλη τ' ουρανού σε έναν τάφο μες σε τάφο, σ' αυτό το σώμα μες σε μια σπηλιά κλεισμένο.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Είναι τόσο διαφορετικά όλα κει πέρα στην κοιλάδα! Εκεί δεν υπάρχει βάρος και δεν υπάρχει μέτρο. Εκεί είσαι με την αγαπημένη σου.
(Σιωπή). Ω, αγαπημένη μου! Αγαπημένο μου άρωμα, μέσα στ' άπειρο! Φτερά που ήσασταν απλωμένα για μένα! (...)
ΛΑΖΑΡΟΣ: Να περιμένει κανείς, να περιμένει κάθε εποχή να ξεπερνάει μιαν άλλη. Κι ύστερα, να περιμένει την εποχή να ξεπεραστεί από μιαν άλλη. Να βλέπεις όλα τα πράγματα να τελειώνουν πριν έρθει το δικό σου τέλος - το τέλος σου που είναι η αρχή σου. Να ακούς όλες τις φωνές και να ξέρεις ότι διαλύονται σε σιωπή, όλες εκτός από τη φωνή της καρδιάς σου που θα κράζει ακόμα και στον ύπνο.
ΤΡΕΛΛΟΣ: Άσπρο πουλί που πέταξες για το νοτιά, εκεί που ο ήλιος αγαπάει τα πάντα, τι σε κράτησε στον αέρα και ποιος πίσω σ' έφερε; Ο φίλος σου ήταν, ο Ιησούς της Ναζαρέτ! Σ' έφερε πίσω, από οίκτο για τα άφτερα που δεν μπορούν να προχωρήσουνε πέρα. Ω, άσπρο πουλί, κάνει κρύο εδώ και παγώνεις κι ο βοριάς γελάει στα πούπουλά σου.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Θέλετε να 'στε μες σε σπίτι και κάτω από μια στέγη. Θέλετε να 'στε μες σε τέσσερις τοίχους, με πόρτα και παραθύρι. Θέλετε να 'στε εδώ και μένετε χωρίς όραμα. Ο νους σας είναι εδώ κι εμένα το πνεύμα μου είν' εκεί. Όλος ο εαυτός σας είναι στη γη. Όλος ο εαυτός μου είναι στ' άπειρο. Σέρνεστε μες στα σπίτια κι εγώ πέταξα πέρα, πάνω απ' τη βουνοκορφή. Είστε όλοι σκλάβοι ο ένας στον άλλο και δε λατρεύετε άλλους από τους εαυτούς σας. Κοιμάστε και δεν ονειρεύεστε. Ξυπνάτε, μα δε βαδίζετε ανάμεσα σε λόφους. Και χθες είχα βαρεθεί εσάς και τις ζωές σας και γύρευα τον άλλο κόσμο που εσείς τον λέτε θάνατο, κι αν είχα πεθάνει, ήταν γιατί το ποθούσα. Τώρα, στέκομαι εδώ ετούτη τη στιγμή επαναστατώντας ενάντια σ' αυτό που λέτε ζωή.
ΜΑΡΘΑ: (με αυστηρό τόνο). Λες τη θλίψη μας οίκτο που έχουμε για τον εαυτό μας. Αλλά κι ο θρήνος σου τι είναι άλλο από οίκτο για τον εαυτό σου; Ησύχασε, και τη ζωή δέξου την που σού 'δωσε ο Κύριος.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Δε μου έδωσε εμένα ζωή, σε σας έδωσε τη ζωή μου. Στέρησε τη ζωή μου απ' την αγαπημένη μου και την έδωσε σ' εσάς. Ένα θαύμα για να ανοίξει τα μάτια σας και τ' αυτιά σας. Με θυσίασε, όπως ακριβώς θυσίασε και τον Εαυτό Του. (Μιλώντας προς τον ουρανό). Πατέρα, συγχώρα τους. Δεν ξέρουνε τι κάνουν.
ΜΑΡΙΑ: (με δέος). Κι Εκείνος είπε ακριβώς τα ίδια λόγια όταν βρισκόταν πάνω στο σταυρό.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ναι, είπε αυτά τα λόγια για μένα όπως και γι' Αυτόν, όπως και για όλους τους άγνωστους, που κατάλαβαν αλλά δεν τους κατάλαβαν. Δεν είπε αυτά τα λόγια όταν τα δάκρυά σας τον παρακάλεσαν για τη ζωή μου; Ήταν η δική σας επιθυμία κι όχι η θέλησή Του που έκανε το πνεύμα Του να σταθεί στη σφραγισμένη πόρτα και να πείσει την αιωνιότητα να με παραδώσει σε σας. Ήταν εκείνη η πανάρχαια λαχτάρα για ένα γιο κι έναν αδελφό, αυτό που μ' έφερε πίσω.
Από το θεατρικό έργο «Ο Λάζαρος και η Αγαπημένη του»
Πηγή: http://sophia-siglitiki.blogspot.gr/
ΛΑΖΑΡΟΣ: Δεν υπάρχει όνειρο εδώ και δεν υπάρχει ξύπνημα. Εσύ κι εγώ κι αυτός ο κήπος δεν είναι παρά μονάχα φαντασίωση, σκιά του πραγματικού. Το ξύπνημα είναι κει που ήμουνα με την αγαπημένη μου και με την πραγματικότητα.(...)
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ήμουνα ένα ποτάμι κι αναζητούσα τη θάλασσα εκεί που μένει η αγαπημένη μου, κι όταν έφτασα στη θάλασσα, οδηγήθηκα στους λόφους για να τρέχω πάλι ανάμεσα στα βράχια. Ήμουνα ένα τραγούδι φυλακισμένο μες στη σιωπή επιθυμώντας την καρδιά της αγαπημένης μου κι όταν οι άνεμοι τ' ουρανού με λευτέρωσαν και με προφέρανε μες σε κείνο το πράσινο δάσος, ξανααιχμαλωτίστηκα από μια φωνή και γύρισα πάλι στη σιωπή. Ήμουνα μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη και έγινα ένα λουλούδι και μετά ένα άρωμα μες στο άπειρο που ανέβαινε να τυλίξει την αγαπημένη μου και μ' έπιασε και μ' έκοψε ένα χέρι κι έγινα μια ρίζα πάλι, μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη.
ΜΑΡΙΑ: Α, παράξενο, πολύ παράξενο! Κι όμως, αδερφέ μου, είναι καλό να είσαι ένα ποτάμι που τρέχει κι είναι καλό να είσαι μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη. Ο Κύριος τα ήξερε όλα αυτά και σε κάλεσε πίσω κοντά μας για να μπορέσουμε να μάθουμε πως δεν υπάρχει κανένα πέπλο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Δεν καταλαβαίνεις πως είσαι ζωντανή μαρτυρία για την αθανασία; Δεν μπορείς να το νιώσεις πως μια λέξη που ειπώθηκε μ' αγάπη, φέρνει να σμίξουνε στοιχεία σκορπισμένα από κάποια ψευδαίσθηση που τη λεν θάνατο; Πίστεψε και έχε την πίστη, γιατί μονάχα στην πίστη, που είναι βαθύτερή μας γνώση, μπορείς να βρεις παρηγοριά.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ήμασταν, η αγαπημένη μου κι εγώ, μες στο άπειρο και ήμασταν άπειρο. Ήμασταν μες στο φως κι ήμασταν φως. Και περιπλανιόμασταν σαν αρχαίο πνεύμα που κινιόταν πάνω στην όψη των νερών. Κι ήταν για πάντα η πρώτη μέρα. Ήμασταν η ίδια η αγάπη που ζει μες στην καρδιά της διάφανης σιωπής. Τότε, μια φωνή σαν κεραυνός, μια φωνή σαν αμέτρητες λόγχες να τρυπούσαν τον αιθέρα, κραύγασε λέγοντας : «Λάζαρε, έλα έξω!». Κι η φωνή αντήχησε και ξαναντήχησε μες στ' άπειρο κι εγώ, σαν από παλίρροια πλημμύρας, έγινα άμπωτη. Ένα σπίτι διαλυμένο, ένα ρούχο σχισμένο, μια νιότη αξόδευτη, ένας πύργος που σωριάστηκε κι απ' τις σπασμένες πέτρες του φτιάχτηκε ένα ορόσημο. Μια φωνή κραύγασε : «Λάζαρε, έλα έξω!». Και κατέβηκα από την έπαυλη τ' ουρανού σε έναν τάφο μες σε τάφο, σ' αυτό το σώμα μες σε μια σπηλιά κλεισμένο.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Είναι τόσο διαφορετικά όλα κει πέρα στην κοιλάδα! Εκεί δεν υπάρχει βάρος και δεν υπάρχει μέτρο. Εκεί είσαι με την αγαπημένη σου.
(Σιωπή). Ω, αγαπημένη μου! Αγαπημένο μου άρωμα, μέσα στ' άπειρο! Φτερά που ήσασταν απλωμένα για μένα! (...)
ΛΑΖΑΡΟΣ: Να περιμένει κανείς, να περιμένει κάθε εποχή να ξεπερνάει μιαν άλλη. Κι ύστερα, να περιμένει την εποχή να ξεπεραστεί από μιαν άλλη. Να βλέπεις όλα τα πράγματα να τελειώνουν πριν έρθει το δικό σου τέλος - το τέλος σου που είναι η αρχή σου. Να ακούς όλες τις φωνές και να ξέρεις ότι διαλύονται σε σιωπή, όλες εκτός από τη φωνή της καρδιάς σου που θα κράζει ακόμα και στον ύπνο.
ΤΡΕΛΛΟΣ: Άσπρο πουλί που πέταξες για το νοτιά, εκεί που ο ήλιος αγαπάει τα πάντα, τι σε κράτησε στον αέρα και ποιος πίσω σ' έφερε; Ο φίλος σου ήταν, ο Ιησούς της Ναζαρέτ! Σ' έφερε πίσω, από οίκτο για τα άφτερα που δεν μπορούν να προχωρήσουνε πέρα. Ω, άσπρο πουλί, κάνει κρύο εδώ και παγώνεις κι ο βοριάς γελάει στα πούπουλά σου.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Θέλετε να 'στε μες σε σπίτι και κάτω από μια στέγη. Θέλετε να 'στε μες σε τέσσερις τοίχους, με πόρτα και παραθύρι. Θέλετε να 'στε εδώ και μένετε χωρίς όραμα. Ο νους σας είναι εδώ κι εμένα το πνεύμα μου είν' εκεί. Όλος ο εαυτός σας είναι στη γη. Όλος ο εαυτός μου είναι στ' άπειρο. Σέρνεστε μες στα σπίτια κι εγώ πέταξα πέρα, πάνω απ' τη βουνοκορφή. Είστε όλοι σκλάβοι ο ένας στον άλλο και δε λατρεύετε άλλους από τους εαυτούς σας. Κοιμάστε και δεν ονειρεύεστε. Ξυπνάτε, μα δε βαδίζετε ανάμεσα σε λόφους. Και χθες είχα βαρεθεί εσάς και τις ζωές σας και γύρευα τον άλλο κόσμο που εσείς τον λέτε θάνατο, κι αν είχα πεθάνει, ήταν γιατί το ποθούσα. Τώρα, στέκομαι εδώ ετούτη τη στιγμή επαναστατώντας ενάντια σ' αυτό που λέτε ζωή.
ΜΑΡΘΑ: (με αυστηρό τόνο). Λες τη θλίψη μας οίκτο που έχουμε για τον εαυτό μας. Αλλά κι ο θρήνος σου τι είναι άλλο από οίκτο για τον εαυτό σου; Ησύχασε, και τη ζωή δέξου την που σού 'δωσε ο Κύριος.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Δε μου έδωσε εμένα ζωή, σε σας έδωσε τη ζωή μου. Στέρησε τη ζωή μου απ' την αγαπημένη μου και την έδωσε σ' εσάς. Ένα θαύμα για να ανοίξει τα μάτια σας και τ' αυτιά σας. Με θυσίασε, όπως ακριβώς θυσίασε και τον Εαυτό Του. (Μιλώντας προς τον ουρανό). Πατέρα, συγχώρα τους. Δεν ξέρουνε τι κάνουν.
ΜΑΡΙΑ: (με δέος). Κι Εκείνος είπε ακριβώς τα ίδια λόγια όταν βρισκόταν πάνω στο σταυρό.
ΛΑΖΑΡΟΣ: Ναι, είπε αυτά τα λόγια για μένα όπως και γι' Αυτόν, όπως και για όλους τους άγνωστους, που κατάλαβαν αλλά δεν τους κατάλαβαν. Δεν είπε αυτά τα λόγια όταν τα δάκρυά σας τον παρακάλεσαν για τη ζωή μου; Ήταν η δική σας επιθυμία κι όχι η θέλησή Του που έκανε το πνεύμα Του να σταθεί στη σφραγισμένη πόρτα και να πείσει την αιωνιότητα να με παραδώσει σε σας. Ήταν εκείνη η πανάρχαια λαχτάρα για ένα γιο κι έναν αδελφό, αυτό που μ' έφερε πίσω.
Από το θεατρικό έργο «Ο Λάζαρος και η Αγαπημένη του»
Πηγή: http://sophia-siglitiki.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου