Κι ήταν το πέταγμα
Τόσο ελεύθερο, τόσο αέρινο, τόσο δυνατό
Και η ματιά λαμπύριζε...σπινθήριζε.
Τα έβλεπε, όλα τα κοίταζε
Και ζύγιαζε τα δυνατά φτερά του.
Σε είδε ματωμένο, πληγιασμένοΚι ετοιμαζόταν να σ'αρπάξει.
Μα να, ένα χέρι σ' έκρυψε, σε σκέπασε.
Δυο τρεις φορές φτερούγισε
Χτυπώντας με δύναμη τα μαύρα του φτερά
Κι έφυγε και... χάθηκε.
Και απέμεινες συ σκεπασμένος,
Το χέρι δεν έφυγε γιάτρευε τις πληγές σου.
Τι κι αν πονούν, ο χρόνος σωστικός... ανάποδα κυλούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου