Η κατάσταση του σήμερα στο κοινωνικό επίπεδο και τις διαπροσωπικές και ανθρώπινες σχέσεις, χαρακτηρίζεται από πολλούς κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και από άτομα με φιλοσοφικές ανησυχίες, ως «η περίοδος της απρόσωπης κοινωνίας». Με την τόσο απότομη και ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, παρουσιάστηκαν στον άνθρωπο τόσα πολλά και ποικίλα μέσα επικοινωνίας, τόσες πολλές δυνατότητες επικοινωνίας με τον άλλο, με τον πλησίον. Δίνεται τώρα η ευκαιρία της επικοινωνίας με άτομα που υπό «κανονικές» συνθήκες δεν θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε λόγω απόστασης, συνθηκών ζωής, διαφοράς ώρας και τοποθεσίας.
Όπως στο κάθε τι, υπάρχει η θετική και η αρνητική του πλευρά, έτσι υπάρχει και σ’ αυτή την κατάσταση που πραγματευόμαστε. Σταδιακά φθάσαμε από το επίπεδο της χρήσης, στο επίπεδο της κατάχρησης, από την κοινωνία στην α –κοινωνία, α - κοινωνησία και αποξένωση. Αυτό οδήγησε σε λανθασμένα και κακά αποτελέσματα. Το σκεπτικό της ανάπτυξης των τόσων πολλών και διαφόρων μέσων επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας την συνεχώς αναπτυσσόμενη τεχνολογία, ήταν για να δοθεί στον άνθρωπο η δυνατότητα επικοινωνίας του με τον άλλο που –όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω-, προηγουμένως ήταν αδύνατο λόγω διαφόρων καταστάσεων. Φθάσαμε στο σημείο να ζούμε κυριολεκτικά «σε ένα άλλο κόσμο» με ψεύτικους «φίλους» μέσα σε ψεύτικες καταστάσεις και σχέσεις. Σιγά - σιγά ο άνθρωπος οδηγείται στην αλλοτρίωση της ανάγκης της ανθρώπινης επαφής, του εναγκαλισμού και βολεύεται στην επαφή δια μέσου της τεχνολογίας. Δεν είμαστε αντίθετοι στην χρήση της τεχνολογίας ή των διαφόρων μέσων επικοινωνίας, είμαστε αντίθετοι στην κατάχρηση της τεχνολογίας σε βάρος της ανθρώπινης επαφής. Χάνεται ή μπορούμε να πούμε μειώνεται βαθμιαία η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να έρθει σε επαφή, να δει, να ακούσει από κοντά, να δει το πρόσωπό, να αγγίξει τον άλλο, τον συνάνθρωπο, τον «αδελφό εν Χριστώ» (Κολ. 1,2).
Ως καλή απάντηση και λύση στο όλο θέμα, θα μπορούσαμε να προβάλουμε την σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο ως μέσω σωτηρίας. Πως είναι δυνατόν να επιθυμούμε τη σωτηρία μας αλλά να μην έχουμε επαφή με τον «Άλλο»; Να ζητούμε να νιώσουμε και να βιώσουμε τον Θεό, αλλά τον άνθρωπο που τον βλέπουμε και είναι δίπλα μας, να μην τον θέλουμε και να μην επιθυμούμε να έχουμε επαφή μαζί του. Είναι αδύνατον και αδιανόητο. Συν τοις άλλοις παραβιάζουμε και την θεία εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου, αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτή, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν [=Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδία σου, μ’ όλη τη ψυχή σου και μ’ όλο τον νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία μ’ αυτή: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου]» (Μτθ. 22, 37 – 39). Για το λόγο τούτο, θα θέλαμε να κρατήσουμε το εξής: πρέπει πάντοτε στη ζωή του ο άνθρωπος να κάνει χρήση των πραγμάτων και όχι κατάχρηση ακολουθώντας και αυτό που πολύ σωστά έχει λεχθεί από τους προγόνους μας «μέτρον άριστον».
Θεοδώρου Χατζηζαχαρία, θεολόγου
Όπως στο κάθε τι, υπάρχει η θετική και η αρνητική του πλευρά, έτσι υπάρχει και σ’ αυτή την κατάσταση που πραγματευόμαστε. Σταδιακά φθάσαμε από το επίπεδο της χρήσης, στο επίπεδο της κατάχρησης, από την κοινωνία στην α –κοινωνία, α - κοινωνησία και αποξένωση. Αυτό οδήγησε σε λανθασμένα και κακά αποτελέσματα. Το σκεπτικό της ανάπτυξης των τόσων πολλών και διαφόρων μέσων επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας την συνεχώς αναπτυσσόμενη τεχνολογία, ήταν για να δοθεί στον άνθρωπο η δυνατότητα επικοινωνίας του με τον άλλο που –όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω-, προηγουμένως ήταν αδύνατο λόγω διαφόρων καταστάσεων. Φθάσαμε στο σημείο να ζούμε κυριολεκτικά «σε ένα άλλο κόσμο» με ψεύτικους «φίλους» μέσα σε ψεύτικες καταστάσεις και σχέσεις. Σιγά - σιγά ο άνθρωπος οδηγείται στην αλλοτρίωση της ανάγκης της ανθρώπινης επαφής, του εναγκαλισμού και βολεύεται στην επαφή δια μέσου της τεχνολογίας. Δεν είμαστε αντίθετοι στην χρήση της τεχνολογίας ή των διαφόρων μέσων επικοινωνίας, είμαστε αντίθετοι στην κατάχρηση της τεχνολογίας σε βάρος της ανθρώπινης επαφής. Χάνεται ή μπορούμε να πούμε μειώνεται βαθμιαία η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να έρθει σε επαφή, να δει, να ακούσει από κοντά, να δει το πρόσωπό, να αγγίξει τον άλλο, τον συνάνθρωπο, τον «αδελφό εν Χριστώ» (Κολ. 1,2).
Ως καλή απάντηση και λύση στο όλο θέμα, θα μπορούσαμε να προβάλουμε την σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο ως μέσω σωτηρίας. Πως είναι δυνατόν να επιθυμούμε τη σωτηρία μας αλλά να μην έχουμε επαφή με τον «Άλλο»; Να ζητούμε να νιώσουμε και να βιώσουμε τον Θεό, αλλά τον άνθρωπο που τον βλέπουμε και είναι δίπλα μας, να μην τον θέλουμε και να μην επιθυμούμε να έχουμε επαφή μαζί του. Είναι αδύνατον και αδιανόητο. Συν τοις άλλοις παραβιάζουμε και την θεία εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου, αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτή, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν [=Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδία σου, μ’ όλη τη ψυχή σου και μ’ όλο τον νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία μ’ αυτή: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου]» (Μτθ. 22, 37 – 39). Για το λόγο τούτο, θα θέλαμε να κρατήσουμε το εξής: πρέπει πάντοτε στη ζωή του ο άνθρωπος να κάνει χρήση των πραγμάτων και όχι κατάχρηση ακολουθώντας και αυτό που πολύ σωστά έχει λεχθεί από τους προγόνους μας «μέτρον άριστον».
Θεοδώρου Χατζηζαχαρία, θεολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου