Η πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής (ή Α΄ Κυριακή των Νηστειών) είναι αφιερωμένη στους ιερούς αγώνες κατά των κακόδοξων εικονομάχων και τη νίκη της Ορθοδοξίας. Σήμερα γιορτάζουμε την αποκρυστάλλωση της αλήθειας της Εκκλησίας μας από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και την αναστύλωση των ιερών εικόνων, μετά την πολυώδυνη περίοδο της εικονομαχίας που για περισσότερα από εκατό χρόνια ταρακουνούσε ισχυρά την ενότητα των πιστών. Έτσι σήμερα, στη λιτάνευση των ιερών εικόνων, γίνεται δέηση υπέρ πάντων «των της Ορθοδοξίας προμάχων ευσεβών βασιλέων, αγιωτάτων πατριαρχών, αρχιερέων, διδασκάλων, μαρτύρων, ομολογητών...» και ο λαός, μ’ ένα στόμα, αναφωνεί: «Αιωνία η μνήμη» (βλ. Συνοδικόν Ορθοδοξίας).
Για περισσότερο από εκατό χρόνια συντάραξε την Εκκλησία ο διωγμός κατά των εικόνων και των εικονοφίλων, ο οποίος ξεκίνησε το 726 μ.Χ. με διάταγμα κατά των εικόνων από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄. Τα αίτια της εικονομαχίας είναι κυρίως θεολογικά, αλλά έχουν και πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ειδικότερα: Α) Τον 8ο μ.Χ. αιώνα εδραιώνεται στην Ανατολή το Ισλάμ, ενώ ο Χριστιανισμός δέχεται ακόμη επιρροές από τον Ιουδαϊσμό. Οι θρησκείες αυτές (Ισλάμ και Ιουδαϊσμός) αρνούνται την απεικόνιση του Θεού, αλλά και όλων των θρησκευτικών προσωπικοτήτων. Οι ανεικονικές αυτές αντιλήψεις επηρέασαν πολλούς πιστούς. Γενικότερα, στην Μικρά Ασία υπήρχε μια τάση απόρριψης των εικόνων. Β) Το ανεικονικό πνεύμα του Ισλαμισμού και οι αντιλήψεις της Ανατολής επηρέασαν και τη δυναστεία των Ισαύρων που καταγόταν από τη Συρία. Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος και ο γιος του Κωνσταντίνος ο Ε', όταν έγιναν αυτοκράτορες, προσπάθησαν να επιβάλλουν στους πιστούς τις εικονομαχικές τους απόψεις. Γ) Στη διένεξη αυτή συνέβαλαν πολλοί αφελείς και χωρίς θεολογική παιδεία μοναχοί και λαϊκοί, που προέρχονταν από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Με τις υπερβολές και τις δεισιδαιμονίες τους σχετικά με τις εικόνες διαμόρφωσαν ένα κλίμα εικονολατρίας με ειδωλολατρικές εκδηλώσεις. Κατέληξαν να λατρεύουν το ξύλο, το χρώμα και το υλικό της εικόνας, τα οποία θεωρούσαν φορείς της θείας χάριτος και μέσον αγιασμού των πιστών.
Παρά τις καταδικαστικές για τους εικονομάχους αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο διωγμός εναντίον των εικόνων ξανάρχισε με τον Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο. Έτσι ουσιαστικά έχουμε δύο φάσεις της εικονομαχίας: 726 με 787 μ.Χ. και από το 815 μέχρι το 823 μ.Χ. Μετά το θάνατο του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου, η γυναίκα του αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο Πατριάρχης Μεθόδιος αναστήλωσαν οριστικά τις εικόνες (843 μ.Χ.) με απόφαση τοπικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη. Την πρώτη Κυριακή των Νηστειών τέλεσαν λιτανεία με τις ιερές εικόνες, πράγμα που πράττουμε και εμείς σήμερα. Η εικονομαχία ήταν μια μεγάλη αίρεση, η οποία συγκεφαλαίωνε πολλές άλλες αιρέσεις. Γι’ αυτό και η Εκκλησία αντιστάθηκε σθεναρά.
Να σημειώσουμε ότι όταν προσκυνάμε τις εικόνες, δεν προσκυνάμε και δεν τιμάμε τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η εικόνα, αλλά το πρόσωπο το οποίο εικονίζεται. Σχετικά με την τιμητική προσκύνηση των εικόνων έγραψαν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, οι οποίοι πολύ ορθά δίδαξαν και δογμάτισαν και αναδείχθηκαν υπερασπιστές και αγωνιστές της Ορθοδοξίας.
Το παράδειγμα του Φιλίππου και Ναθαναήλ.
Η κλήση τους στο αποστολικό αξίωμα
Η Εκκλησία σήμερα, μέσα από την ευαγγελική διήγηση, μας προβάλλει ως υπόδειγμα ορθής ομολογίας και πίστης το παράδειγμα του Φίλιππου και του Ναθαναήλ. Ακόμη, με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή μας διαβεβαιώνει ότι ο Χριστός προσκαλεί όλους μας κοντά Tου, φτάνει εμείς να αποδεχτούμε την αγάπη Του ακολουθώντας τα χνάρια των αγίων που η ορθόδοξη πίστη ανέδειξε, αναδεικνύει και θα αναδεικνύει.
Ο Ιησούς Χριστός, καθώς βρίσκεται στη Γαλιλαία, βρίσκει το Φίλιππο, τον οποίο καλεί στο αποστολικό αξίωμα με δύο μόνο λέξεις: «Ακολούθει μοι». Ο Φίλιππος, που πολύ πιθανόν να είχε πληροφορηθεί για τον Κύριο από τους συμπολίτες του Ανδρέα και Πέτρο, αμέσως αποδέχεται το κάλεσμα.
Αξιοπρόσεκτη είναι η αυθόρμητη κίνηση του Φίλιππου να μεταγγίσει την πίστη του και τη χαρά της πιο πάνω συνάντησης στο Ναθαναήλ, αναφωνώντας: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν...». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βλέπεις πόσο επιμελημένη σκέψη είχε (ο Φίλιππος) και πόσο συχνά μελετούσε τα γραπτά του Μωυσή και περίμενε την έλευση του Χριστού; Διότι το «Ευρήκαμεν» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος πάντοτε ζητεί» (Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ομιλία Κ΄). Τον ίδιο ζήλο στη μελέτη του νόμου και των προφητών είχε και ο Ναθαναήλ και γι’ αυτό ο Φίλιππος συνδέει τη δική του μαρτυρία με τη Γραφή, ώστε να την καταστήσει πλήρως αξιόπιστη.
Ο Ναθαναήλ, όταν ακούει ότι ο Ιησούς κατάγεται από τη Ναζαρέτ, απορεί, πρώτον επειδή η πόλη αυτή είχε κακή φήμη εξαιτίας των πολλών εθνικών που κατοικούσαν εκεί και δεύτερον επειδή οι προρρήσεις των προφητών δήλωναν ότι ο Χριστός θα γεννιόταν στη Βηθλεέμ. Βέβαια, η απορία του αυτή δεν δηλώνει απιστία, αλλά ανυπόκριτη επιθυμία να μάθει την αλήθεια. Ο Φίλιππος με τη σειρά του, που βίωσε προ ολίγου τη θεϊκή δύναμη και χάρη του Κυρίου, αντί να προσπαθήσει με το οποιοδήποτε λογικό επιχείρημα να πείσει το Ναθαναήλ, λέει προς αυτόν τρεις λέξεις: «Έρχου και ίδε».
Ο Ναθαναήλ, ο οποίος έχει μεγάλη προσδοκία για την έλευση του Μεσσία, ακολουθεί αμέσως το Φίλιππο και πηγαίνουν προς τον Ιησού. Πριν καλά καλά φτάσουν κοντά Του, ο Κύριος απευθύνεται προς το Ναθαναήλ και λέει: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». O Ναθαναήλ, χωρίς καθόλου να υπερηφανευθεί από τον τόσο μεγάλο έπαινο, συνεχίζει την προσπάθειά του να εξετάσει με ακρίβεια αν αυτός που βρισκόταν απέναντί του και του μιλούσε ήταν πράγματι ο αναμενόμενος Χριστός. Με την ερώτησή του «πόθεν με γινώσκεις;» αρχίζει να ανοίγει την καρδιά του για να δώσει χώρο να κατοικήσει σ’ αυτήν ο Θεάνθρωπος.
Ενώ λοιπόν ο Ναθαναήλ εξετάζει ως άνθρωπος, ο Ιησούς απαντά ως Θεός: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ’ρθεις, σε είδα που ήσουν κάτω απ’ τη συκιά». Στη συζήτηση του Φίλιππου με το Ναθαναήλ που προηγήθηκε, κανείς άλλος δεν βρισκόταν εκεί, όσα είπαν τα είπαν ιδιαιτέρως. Άλλωστε, δεν υπήρχε περίπτωση υποψίας ότι ο Φίλιππος φανέρωσε κάτι από τα προηγηθέντα στον Κύριο, αφού ο διάλογος Κυρίου και Ναθαναήλ γίνεται ενώ ακόμα ο Φίλιππος με το Ναθαναήλ πλησιάζουν προς Αυτόν.
Τότε ο Ναθαναήλ ομολογεί ανεπιφύλακτα, γεμάτος χαρά και αγαλλίαση: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Αυτή η ομολογία ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας που προσδοκούσε ο κόσμος, δεν διαφέρει και πολύ απ’ την ομολογία του Πέτρου «συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. 16,16) περίπου μια τριετία μετά. Εντούτοις, η προσθήκη του Ναθαναήλ «συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» μικραίνει κάπως το μέγεθος της ομολογίας, αφού ο Ιησούς Χριστός είναι βασιλιάς όλης της ανθρωπότητας και όλων των ορατών και αοράτων δημιουργημάτων.
Η ευαγγελική περικοπή τελειώνει με μια προαγγελία του Κυρίου για όσα είχαν να δουν οι μαθητές κοντά Του: ως Υιός του Θεού έφερε τόσο κοντά τον ουρανό και τη γη, που τώρα οι άγγελοι έρχονται ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους, σαν τότε με την κλίμακα που είδε στο όνειρό του ο Ιακώβ (Γέν. 28, 12). Άγγελοι Τον διακονούν μετά τη νηστεία και τη νίκη Του κατά του Διαβόλου (Ματθ. 4, 11), άγγελοι Τον ενισχύουν στη Γεθσημανή (Λουκ. 22, 43), άγγελοι παρίστανται στην Ανάστασή Του (Ιω. 20, 12) και άγγελοι υπηρετούν στην Ανάληψή Του (Πρ. 1, 10).
Ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ αξιώθηκαν να συναντήσουν, να γνωρίσουν και να ακολουθήσουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Πώς όμως μπορούμε κι εμείς μαζί τους να γνωρίσουμε αληθινά και να συναντήσουμε προσωπικά το Χριστό; Πρώτιστα, επιβάλλεται δια του αγίου βαπτίσματος να ενταχθούμε οργανικά στο σώμα Του, την κιβωτό της σωτηρίας, την Εκκλησία Του. Εκεί, να ενστερνιστούμε την ορθή πίστη, την οποία οι Οικουμενικές Σύνοδοι δια των αγίων Πατέρων μας παρέδωσαν και ταυτόχρονα να μετέχουμε ακόρεστα στα θεία μυστήρια και ειδικά στη Θεία Ευχαριστία. Επιπλέον, ας μελετούμε επιμελώς το λόγο του Θεού, τόσο την Αγία Γραφή όσο και τα διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα. Τέλος, ας προσπαθούμε να πορευόμαστε κατά το θέλημα του Θεού στο δρόμο των αρετών και της άδολης αγάπης. Τότε θα μπορούμε να διακηρύττουμε προς όλες τις κατευθύνσεις το «έρχου και ίδε» που ο Φίλιππος είπε στο Ναθαναήλ, ή αλλιώς το «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» του 33ου Ψαλμού. Τότε θα δούμε πραγματικά τον ουρανό ανοιγμένο και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, τότε θα μπορέσουμε να βιώσουμε τη χάρη και τη χαρά του Αναστάντος Κυρίου, τότε με αληθή γνώση εμπειρίας θα διατρανώνουμε: «Αύτη η πίστις των ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξε!» (Βλ. Συνοδικόν Ορθοδοξίας.
Ρένος Κωνσταντίνου, Θεολόγος
Για περισσότερο από εκατό χρόνια συντάραξε την Εκκλησία ο διωγμός κατά των εικόνων και των εικονοφίλων, ο οποίος ξεκίνησε το 726 μ.Χ. με διάταγμα κατά των εικόνων από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄. Τα αίτια της εικονομαχίας είναι κυρίως θεολογικά, αλλά έχουν και πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ειδικότερα: Α) Τον 8ο μ.Χ. αιώνα εδραιώνεται στην Ανατολή το Ισλάμ, ενώ ο Χριστιανισμός δέχεται ακόμη επιρροές από τον Ιουδαϊσμό. Οι θρησκείες αυτές (Ισλάμ και Ιουδαϊσμός) αρνούνται την απεικόνιση του Θεού, αλλά και όλων των θρησκευτικών προσωπικοτήτων. Οι ανεικονικές αυτές αντιλήψεις επηρέασαν πολλούς πιστούς. Γενικότερα, στην Μικρά Ασία υπήρχε μια τάση απόρριψης των εικόνων. Β) Το ανεικονικό πνεύμα του Ισλαμισμού και οι αντιλήψεις της Ανατολής επηρέασαν και τη δυναστεία των Ισαύρων που καταγόταν από τη Συρία. Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος και ο γιος του Κωνσταντίνος ο Ε', όταν έγιναν αυτοκράτορες, προσπάθησαν να επιβάλλουν στους πιστούς τις εικονομαχικές τους απόψεις. Γ) Στη διένεξη αυτή συνέβαλαν πολλοί αφελείς και χωρίς θεολογική παιδεία μοναχοί και λαϊκοί, που προέρχονταν από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Με τις υπερβολές και τις δεισιδαιμονίες τους σχετικά με τις εικόνες διαμόρφωσαν ένα κλίμα εικονολατρίας με ειδωλολατρικές εκδηλώσεις. Κατέληξαν να λατρεύουν το ξύλο, το χρώμα και το υλικό της εικόνας, τα οποία θεωρούσαν φορείς της θείας χάριτος και μέσον αγιασμού των πιστών.
Παρά τις καταδικαστικές για τους εικονομάχους αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο διωγμός εναντίον των εικόνων ξανάρχισε με τον Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο. Έτσι ουσιαστικά έχουμε δύο φάσεις της εικονομαχίας: 726 με 787 μ.Χ. και από το 815 μέχρι το 823 μ.Χ. Μετά το θάνατο του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου, η γυναίκα του αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο Πατριάρχης Μεθόδιος αναστήλωσαν οριστικά τις εικόνες (843 μ.Χ.) με απόφαση τοπικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη. Την πρώτη Κυριακή των Νηστειών τέλεσαν λιτανεία με τις ιερές εικόνες, πράγμα που πράττουμε και εμείς σήμερα. Η εικονομαχία ήταν μια μεγάλη αίρεση, η οποία συγκεφαλαίωνε πολλές άλλες αιρέσεις. Γι’ αυτό και η Εκκλησία αντιστάθηκε σθεναρά.
Να σημειώσουμε ότι όταν προσκυνάμε τις εικόνες, δεν προσκυνάμε και δεν τιμάμε τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η εικόνα, αλλά το πρόσωπο το οποίο εικονίζεται. Σχετικά με την τιμητική προσκύνηση των εικόνων έγραψαν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, οι οποίοι πολύ ορθά δίδαξαν και δογμάτισαν και αναδείχθηκαν υπερασπιστές και αγωνιστές της Ορθοδοξίας.
Το παράδειγμα του Φιλίππου και Ναθαναήλ.
Η κλήση τους στο αποστολικό αξίωμα
Η Εκκλησία σήμερα, μέσα από την ευαγγελική διήγηση, μας προβάλλει ως υπόδειγμα ορθής ομολογίας και πίστης το παράδειγμα του Φίλιππου και του Ναθαναήλ. Ακόμη, με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή μας διαβεβαιώνει ότι ο Χριστός προσκαλεί όλους μας κοντά Tου, φτάνει εμείς να αποδεχτούμε την αγάπη Του ακολουθώντας τα χνάρια των αγίων που η ορθόδοξη πίστη ανέδειξε, αναδεικνύει και θα αναδεικνύει.
Ο Ιησούς Χριστός, καθώς βρίσκεται στη Γαλιλαία, βρίσκει το Φίλιππο, τον οποίο καλεί στο αποστολικό αξίωμα με δύο μόνο λέξεις: «Ακολούθει μοι». Ο Φίλιππος, που πολύ πιθανόν να είχε πληροφορηθεί για τον Κύριο από τους συμπολίτες του Ανδρέα και Πέτρο, αμέσως αποδέχεται το κάλεσμα.
Αξιοπρόσεκτη είναι η αυθόρμητη κίνηση του Φίλιππου να μεταγγίσει την πίστη του και τη χαρά της πιο πάνω συνάντησης στο Ναθαναήλ, αναφωνώντας: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν...». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βλέπεις πόσο επιμελημένη σκέψη είχε (ο Φίλιππος) και πόσο συχνά μελετούσε τα γραπτά του Μωυσή και περίμενε την έλευση του Χριστού; Διότι το «Ευρήκαμεν» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος πάντοτε ζητεί» (Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ομιλία Κ΄). Τον ίδιο ζήλο στη μελέτη του νόμου και των προφητών είχε και ο Ναθαναήλ και γι’ αυτό ο Φίλιππος συνδέει τη δική του μαρτυρία με τη Γραφή, ώστε να την καταστήσει πλήρως αξιόπιστη.
Ο Ναθαναήλ, όταν ακούει ότι ο Ιησούς κατάγεται από τη Ναζαρέτ, απορεί, πρώτον επειδή η πόλη αυτή είχε κακή φήμη εξαιτίας των πολλών εθνικών που κατοικούσαν εκεί και δεύτερον επειδή οι προρρήσεις των προφητών δήλωναν ότι ο Χριστός θα γεννιόταν στη Βηθλεέμ. Βέβαια, η απορία του αυτή δεν δηλώνει απιστία, αλλά ανυπόκριτη επιθυμία να μάθει την αλήθεια. Ο Φίλιππος με τη σειρά του, που βίωσε προ ολίγου τη θεϊκή δύναμη και χάρη του Κυρίου, αντί να προσπαθήσει με το οποιοδήποτε λογικό επιχείρημα να πείσει το Ναθαναήλ, λέει προς αυτόν τρεις λέξεις: «Έρχου και ίδε».
Ο Ναθαναήλ, ο οποίος έχει μεγάλη προσδοκία για την έλευση του Μεσσία, ακολουθεί αμέσως το Φίλιππο και πηγαίνουν προς τον Ιησού. Πριν καλά καλά φτάσουν κοντά Του, ο Κύριος απευθύνεται προς το Ναθαναήλ και λέει: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». O Ναθαναήλ, χωρίς καθόλου να υπερηφανευθεί από τον τόσο μεγάλο έπαινο, συνεχίζει την προσπάθειά του να εξετάσει με ακρίβεια αν αυτός που βρισκόταν απέναντί του και του μιλούσε ήταν πράγματι ο αναμενόμενος Χριστός. Με την ερώτησή του «πόθεν με γινώσκεις;» αρχίζει να ανοίγει την καρδιά του για να δώσει χώρο να κατοικήσει σ’ αυτήν ο Θεάνθρωπος.
Ενώ λοιπόν ο Ναθαναήλ εξετάζει ως άνθρωπος, ο Ιησούς απαντά ως Θεός: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ’ρθεις, σε είδα που ήσουν κάτω απ’ τη συκιά». Στη συζήτηση του Φίλιππου με το Ναθαναήλ που προηγήθηκε, κανείς άλλος δεν βρισκόταν εκεί, όσα είπαν τα είπαν ιδιαιτέρως. Άλλωστε, δεν υπήρχε περίπτωση υποψίας ότι ο Φίλιππος φανέρωσε κάτι από τα προηγηθέντα στον Κύριο, αφού ο διάλογος Κυρίου και Ναθαναήλ γίνεται ενώ ακόμα ο Φίλιππος με το Ναθαναήλ πλησιάζουν προς Αυτόν.
Τότε ο Ναθαναήλ ομολογεί ανεπιφύλακτα, γεμάτος χαρά και αγαλλίαση: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Αυτή η ομολογία ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας που προσδοκούσε ο κόσμος, δεν διαφέρει και πολύ απ’ την ομολογία του Πέτρου «συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. 16,16) περίπου μια τριετία μετά. Εντούτοις, η προσθήκη του Ναθαναήλ «συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» μικραίνει κάπως το μέγεθος της ομολογίας, αφού ο Ιησούς Χριστός είναι βασιλιάς όλης της ανθρωπότητας και όλων των ορατών και αοράτων δημιουργημάτων.
Η ευαγγελική περικοπή τελειώνει με μια προαγγελία του Κυρίου για όσα είχαν να δουν οι μαθητές κοντά Του: ως Υιός του Θεού έφερε τόσο κοντά τον ουρανό και τη γη, που τώρα οι άγγελοι έρχονται ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους, σαν τότε με την κλίμακα που είδε στο όνειρό του ο Ιακώβ (Γέν. 28, 12). Άγγελοι Τον διακονούν μετά τη νηστεία και τη νίκη Του κατά του Διαβόλου (Ματθ. 4, 11), άγγελοι Τον ενισχύουν στη Γεθσημανή (Λουκ. 22, 43), άγγελοι παρίστανται στην Ανάστασή Του (Ιω. 20, 12) και άγγελοι υπηρετούν στην Ανάληψή Του (Πρ. 1, 10).
Ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ αξιώθηκαν να συναντήσουν, να γνωρίσουν και να ακολουθήσουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Πώς όμως μπορούμε κι εμείς μαζί τους να γνωρίσουμε αληθινά και να συναντήσουμε προσωπικά το Χριστό; Πρώτιστα, επιβάλλεται δια του αγίου βαπτίσματος να ενταχθούμε οργανικά στο σώμα Του, την κιβωτό της σωτηρίας, την Εκκλησία Του. Εκεί, να ενστερνιστούμε την ορθή πίστη, την οποία οι Οικουμενικές Σύνοδοι δια των αγίων Πατέρων μας παρέδωσαν και ταυτόχρονα να μετέχουμε ακόρεστα στα θεία μυστήρια και ειδικά στη Θεία Ευχαριστία. Επιπλέον, ας μελετούμε επιμελώς το λόγο του Θεού, τόσο την Αγία Γραφή όσο και τα διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα. Τέλος, ας προσπαθούμε να πορευόμαστε κατά το θέλημα του Θεού στο δρόμο των αρετών και της άδολης αγάπης. Τότε θα μπορούμε να διακηρύττουμε προς όλες τις κατευθύνσεις το «έρχου και ίδε» που ο Φίλιππος είπε στο Ναθαναήλ, ή αλλιώς το «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» του 33ου Ψαλμού. Τότε θα δούμε πραγματικά τον ουρανό ανοιγμένο και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, τότε θα μπορέσουμε να βιώσουμε τη χάρη και τη χαρά του Αναστάντος Κυρίου, τότε με αληθή γνώση εμπειρίας θα διατρανώνουμε: «Αύτη η πίστις των ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξε!» (Βλ. Συνοδικόν Ορθοδοξίας.
Ρένος Κωνσταντίνου, Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου