Γεμάτη από κόσμο η αγορά. Αρσενικοί, θηλυκοί, ουδέτεροι, όλοι έτρεξαν εκεί με τα καλάθια στο χέρι να τα γεμίσουν από κότες, πετεινούς, ινδιάνους με τις χρωματιστές κορδέλες, με φρούτα διάφορα τυλιγμένα μέσα στα χρυσά της γιορτής φύλλα.
Είναι Χριστούγεννα.
Είναι η μεγάλη εορτή που μας φέρνει ο χρόνος στο τελευταίο του ψυχορράγημα.
Μια γυναίκα μ’ ένα παιδί στο χέρι γυρίζει μέσα σ’ όλον τον κόσμο, στριμώχνεται, σπρώχνει, σπρώχνεται και περνάει χαζεύοντας μπροστά σ’ όλα τα μαγαζιά.
Το παιδάκι είναι γεμάτο χαρά. Βλέπει όλη εκείνη την εικόνα γελαστό και πότε πότε ρωτάει τη μαμά του για ό,τι του φαίνεται παράξενο.
-Κοίτα, μαμά, τι ωραίος αυτός ο πετεινός.
Αχ! τον επήρανε!
Γιατί δεν τον παίρναμε μεις μαμά;
Η Μάνα έκανε πως δεν άκουσε τίποτε.
Επήγε ως το τέλος, εγύρισε, ξαναπήγε και εστάθηκε μπροστά σ’ ένα Χασάπικο.
Έβγαλε ένα μισολερωμένο μαντήλι από την τσέπη της, έλυσε τον ακρινό κόμπο και άρχισε να μετράει τα νίκελ που ήτανε δεμένα μέσα.
-Δως μου εκατό δράμια κρέας, είπε δειλά, δειλά στον κρεοπώλη.
Και κείνος ιδρωμένος και κατακόκκινος σαν φουσκωμένος γάλλος, εγύρισε, της έριξε μια περιφρονητική ματιά και με τη χονδρή φωνή του της είπε:
-Δεν πουλάμε, τέτοιες ώρες κυρά μου, εκατό δράμια.
Εκείνη έριξε άλλη μια ματιά στο λυμένο κόμπο, ξαναμέτρησε τα νίκελ, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και εβγήκε στον άλλο δρόμο.
Το παιδάκι εκοίταξε με απορία τη Μαμά του.
-Γιατί, μαμά, δεν σούδωσε ο χασάπης κρέας;
Η Μάνα αναστέναξε βαθύτερα.
-Είναι Χριστούγεννα, παιδί μου, σήμερον και δεν έχει καιρό.
Κλέων Βρανάς
Πηγή: http://elaparemekardiamou.blogspot.gr/
Είναι Χριστούγεννα.
Είναι η μεγάλη εορτή που μας φέρνει ο χρόνος στο τελευταίο του ψυχορράγημα.
Μια γυναίκα μ’ ένα παιδί στο χέρι γυρίζει μέσα σ’ όλον τον κόσμο, στριμώχνεται, σπρώχνει, σπρώχνεται και περνάει χαζεύοντας μπροστά σ’ όλα τα μαγαζιά.
Το παιδάκι είναι γεμάτο χαρά. Βλέπει όλη εκείνη την εικόνα γελαστό και πότε πότε ρωτάει τη μαμά του για ό,τι του φαίνεται παράξενο.
-Κοίτα, μαμά, τι ωραίος αυτός ο πετεινός.
Αχ! τον επήρανε!
Γιατί δεν τον παίρναμε μεις μαμά;
Η Μάνα έκανε πως δεν άκουσε τίποτε.
Επήγε ως το τέλος, εγύρισε, ξαναπήγε και εστάθηκε μπροστά σ’ ένα Χασάπικο.
Έβγαλε ένα μισολερωμένο μαντήλι από την τσέπη της, έλυσε τον ακρινό κόμπο και άρχισε να μετράει τα νίκελ που ήτανε δεμένα μέσα.
-Δως μου εκατό δράμια κρέας, είπε δειλά, δειλά στον κρεοπώλη.
Και κείνος ιδρωμένος και κατακόκκινος σαν φουσκωμένος γάλλος, εγύρισε, της έριξε μια περιφρονητική ματιά και με τη χονδρή φωνή του της είπε:
-Δεν πουλάμε, τέτοιες ώρες κυρά μου, εκατό δράμια.
Εκείνη έριξε άλλη μια ματιά στο λυμένο κόμπο, ξαναμέτρησε τα νίκελ, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και εβγήκε στον άλλο δρόμο.
Το παιδάκι εκοίταξε με απορία τη Μαμά του.
-Γιατί, μαμά, δεν σούδωσε ο χασάπης κρέας;
Η Μάνα αναστέναξε βαθύτερα.
-Είναι Χριστούγεννα, παιδί μου, σήμερον και δεν έχει καιρό.
Κλέων Βρανάς
Πηγή: http://elaparemekardiamou.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου