Η αξία και το νόημα της βιβλικής ιστορίας πηγάζουν από την αναγνώριση της κεντρικής, ιστορικής δράσης του Ιησού Χριστού ως απόλυτης θεϊκής αποκάλυψης στους ανθρώπους. Μόνο τότε η βιβλική ιστορία προσδιορίζεται ως ιστορία της αποκάλυψης και της σωτηρίας, ως ιστορία της αποκάλυψης του Θεού με έναν ιδιαίτερο τρόπο και της οριστικής πραγμάτωσης της «σωτηρίας», μέσα σε μία περιορισμένη αλλά συνεχόμενη πορεία.
Ο Φλωρόφσκυ επισημαίνει ότι τα γεγονότα της Ενανθρώπησης, της Ανάστασης, της Ανάληψης, είναι μεν γεγονότα ιστορικά, αλλά δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια, που θέτει η κοσμική ιστορία. Η διαπίστωση αυτή όμως δεν τα στερεί από την ιστορική τους σημασία. Ο μόνος τρόπος για να επιβεβαιωθούν πλήρως είναι μέσω της πίστης, γιατί η πίστη τοποθετεί το ιστορικό δεδομένο σε μία νέα διάσταση και το εξετάζει στην πλήρη πραγματικότητά του.
Ο Θεός αποκαλύπτεται για να δράσει υπέρ του ανθρώπου πάνω σε μία ευθεία γραμμή μίας συνεχούς πορείας μέσα στο χρόνο και από τη γραμμή αυτή ελέγχει ολόκληρη την ιστορία, αλλά και όλα όσα συμβαίνουν στη φύση. Η Καινή Διαθήκη γνωρίζει μόνο την ευθύγραμμη, χρονική έννοια του χθες, σήμερα και αύριο. Η αντίληψη του χρόνου ως ευθύγραμμης κίνησης από τον αρχέγονο χριστιανισμό καθορίζει το πλαίσιο της θεϊκής ιστορίας της αποκάλυψης και της σωτηρίας, που περιλαμβάνει τους καιρούς, που ο ίδιος ο Θεός επιλέγει για να δράσει και τους αιώνες στους οποίους διαιρεί την ιστορία στο σύνολό της.
Όμως η θεϊκή δράση εξελίσσεται με τον πιο συγκεκριμένο τρόπο μέσα στην ίδια την ιστορία, η οποία, από τη θεολογική άποψη, μαρτυρά την αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους. Για τους πρώτους χριστιανούς το ύψιστο και κεντρικό σημείο της αποκάλυψης είναι η είσοδος του Θεού στην ιστορία για μία φορά, που γίνεται με τέτοιο απόλυτο τρόπο, ώστε να προσδιορίζεται χρονολογικά, όπως κάθε άλλο ιστορικό γεγονός. Ο Λόγος του Θεού, που οικοδόμησε τη δημιουργία στο παρελθόν και υπόσχεται μία νέα δημιουργία στο μέλλον ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Χριστού και συνεπώς αποκτά ιστορική υπόσταση. Η ενότητα της αποκαλυπτικής ιστορίας ως ιστορίας του Χριστού, υπογραμμίζεται εμφατικά στον πρόλογο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου δημιουργία και σωτηρία παρουσιάζονται ως ένα και μόνο έργο του Χριστού και της αποκάλυψης. Εφόσον η ιστορική πράξη του Χριστού εκφράζει απόλυτα τη θεϊκή αποκαλυπτική ενέργεια, είναι επιτακτική ανάγκη οι άλλες θεϊκές, αποκαλυπτικές ενέργειες να συνδυαστούν σε μία ενοποιημένη γραμμή του Χριστού, ώστε να προκύψει μία και μόνη «βιβλική» ιστορία.
Η πρωτοχριστιανική θεολογία υποστηρίζει ότι η γραμμή του Χριστού είναι μία και αρνείται την άποψη ότι η δημιουργία ανήκει μόνο στο Θεό – Πατέρα και το ιστορικό, λυτρωτικό έργο ανήκει μόνο στο Χριστό. Ο Χριστός είναι ο μεσίτης της κοσμικής και ιστορικής πορείας και η αποκαλυπτική ενέργεια του Θεού ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Χριστού λαμβάνοντας τη μορφή ενός ιστορικού γεγονότος, το οποίο προσδιορίζεται χρονολογικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κείμενα των πρώτων χριστιανών αποκαλύπτουν το έργο του Θεού εν Χριστώ και συνεπώς αποκτούν τη μορφή μίας συνεχόμενης, χριστοκεντρικής ιστορίας. Οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι μέσα από την αφήγηση της ζωής και των έργων του Χριστού συνθέτουν μία ιστορική εικόνα του Ενανθρωπήσαντος Κυρίου.
Σύμφωνα με το Φλωρόφσκυ, η Αγία Γραφή είναι ένα βιβλίο για το Θεό, γιατί καταγράφει τις επεμβάσεις του Θεού στη ζωή του ανθρώπου και κοινωνεί το μήνυμα, που απορρέει από τις πράξεις του Θεού. Η Παλαιά Διαθήκη εξιστορεί τις θεϊκές επεμβάσεις στη ζωή του ανθρώπου, οι οποίες σαν σκοπό είχαν να οδηγήσουν το λαό του Ισραήλ στο Χριστό. Οι θεϊκές ενέργειες, που περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη και που προλειαίνουν το έδαφος για τον ερχομό του Χριστού, κατά κάποιο τρόπο κατοπτρίζονται στις μετέπειτα θεϊκές ενέργειες εν Χριστώ, που εξιστορούνται στην Καινή Διαθήκη και συνεπώς παρατηρείται κάποια συνέχεια στη θεϊκή ενέργεια. Εφόσον η ιερή ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης είναι προσανατολισμένη προς το Χριστό, ο Χριστός είναι η πλήρωση των προφητειών και κατ’ επέκταση της Παλαιάς Διαθήκης. Η έννοια των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης παρόλο που δεν είναι άμεσα ορατή, υφίσταται. Όταν η Εκκλησία ταυτίζει τον πάσχοντα δούλο από το βιβλίο του Ησαΐα με τον εσταυρωμένο Χριστό δεν εφαρμόζει μόνο ένα όραμα της Παλαιάς Διαθήκης σε ένα γεγονός της Καινής αλλά επισημαίνει την έννοια του οράματος με τη θεμελίωσή του σε ένα ιστορικό γεγονός.
Ο Χριστός ακόμη και μετά τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του εξακολουθεί να δρα επί της γης υπηρετώντας το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου. Είναι παρών στην Εκκλησία ως η κεφαλή του σώματός Του, όπου η σωτηρία όχι μόνο αναγγέλλεται και διακηρύσσεται αλλά και τελείται.Άλλωστε σύμφωνα με την αρχή της αντιπροσώπευσης μετά το χρονικό κέντρο της ιστορίας της σωτηρίας – τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού – τη συνέχιση του λυτρωτικού Του έργου έχουν αναλάβει όλοι εκείνοι, που πιστεύουν στην αξία του αντιπροσωπευτικού Του θανάτου. Οι Απόστολοι και η Εκκλησία ως το Σώμα του Ενός αναλαμβάνουν να υπηρετήσουν την εκπλήρωση του θεϊκού σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους και της εγκαθίδρυσης της Βασιλείας του Θεού. Εύλογα η επίγεια Εκκλησία ως αντιπρόσωπος του Σώματος του Χριστού διαδραματίζει στην καινοδιαθηκική αντίληψη κεντρικό ρόλο για την υλοποίηση αυτής της αποστολής. Είναι προφανές ότι μέσα στο ιστορικό πλαίσιο, που θέτει η Αγία Γραφή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συναρτώνται σε μία ενότητα θεϊκού σκοπού, που είναι ο Χριστός.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η γραμμή της σωτηρίας, της εφαρμογής δηλαδή του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, χωρίζεται σε τρία τμήματα: ο χρόνος πριν τη δημιουργία, ο χρόνος από τη δημιουργία ως την παρουσία και ο χρόνος από την παρουσία και μετά. Το χρονολογικά νέο στοιχείο, που εισάγει ο Χριστός στον αρχέγονο χριστιανισμό είναι ότι μετά την Ανάσταση οι πιστοί χριστιανοί θεωρούν ότι το κέντρο της γραμμής της σωτηρίας δε βρίσκεται πια στο μέλλον. Σε αντίθεση με τον ιουδαϊσμό το κεντρικό σημείο του χρόνου δεν είναι η μελλοντική έλευση του Μεσσία αλλά η ιστορική ζωή και το έργο του Χριστού, που ήδη συντελέστηκε στο παρελθόν. Η θεώρηση αυτή αποτελεί το θεμέλιο της Καινής Διαθήκης. Άλλωστε όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν μετά την Ανάσταση. Ο Χριστός, όταν κηρύττει ότι η βασιλεία του Θεού έχει ήδη έρθει, γνωρίζει ότι η έγχρονη, επίγεια ζωή του αποτελεί το καθοριστικό κέντρο της ιστορίας της σωτηρίας. Από την άλλη πλευρά υπογραμμίζει το μελλοντικό χαρακτήρα της Βασιλείας.
Η αντίφαση αυτή προκαλεί μία ένταση, η οποία οφείλεται στην τοποθέτηση του νέου χρονικού κέντρου, το οποίο συμπίπτει με τον ερχομό του Χριστού, στο παρελθόν, ενώ σύμφωνα με την παλιά ισχύουσα ακόμη διαίρεση της γραμμής της σωτηρίας η έλευση της Βασιλείας τοποθετείται στο μέλλον. Το στοιχείο της προσδοκίας παραμένει. Αλλά παρόλο που η έλευση της Βασιλείας αναμένεται να συμβεί στο μέλλον, το κέντρο της ιστορίας της σωτηρίας δεν είναι πια το μελλοντικό αυτό γεγονός αλλά το ιστορικό γεγονός της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού.
Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος
Ο Φλωρόφσκυ επισημαίνει ότι τα γεγονότα της Ενανθρώπησης, της Ανάστασης, της Ανάληψης, είναι μεν γεγονότα ιστορικά, αλλά δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια, που θέτει η κοσμική ιστορία. Η διαπίστωση αυτή όμως δεν τα στερεί από την ιστορική τους σημασία. Ο μόνος τρόπος για να επιβεβαιωθούν πλήρως είναι μέσω της πίστης, γιατί η πίστη τοποθετεί το ιστορικό δεδομένο σε μία νέα διάσταση και το εξετάζει στην πλήρη πραγματικότητά του.
Ο Θεός αποκαλύπτεται για να δράσει υπέρ του ανθρώπου πάνω σε μία ευθεία γραμμή μίας συνεχούς πορείας μέσα στο χρόνο και από τη γραμμή αυτή ελέγχει ολόκληρη την ιστορία, αλλά και όλα όσα συμβαίνουν στη φύση. Η Καινή Διαθήκη γνωρίζει μόνο την ευθύγραμμη, χρονική έννοια του χθες, σήμερα και αύριο. Η αντίληψη του χρόνου ως ευθύγραμμης κίνησης από τον αρχέγονο χριστιανισμό καθορίζει το πλαίσιο της θεϊκής ιστορίας της αποκάλυψης και της σωτηρίας, που περιλαμβάνει τους καιρούς, που ο ίδιος ο Θεός επιλέγει για να δράσει και τους αιώνες στους οποίους διαιρεί την ιστορία στο σύνολό της.
Όμως η θεϊκή δράση εξελίσσεται με τον πιο συγκεκριμένο τρόπο μέσα στην ίδια την ιστορία, η οποία, από τη θεολογική άποψη, μαρτυρά την αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους. Για τους πρώτους χριστιανούς το ύψιστο και κεντρικό σημείο της αποκάλυψης είναι η είσοδος του Θεού στην ιστορία για μία φορά, που γίνεται με τέτοιο απόλυτο τρόπο, ώστε να προσδιορίζεται χρονολογικά, όπως κάθε άλλο ιστορικό γεγονός. Ο Λόγος του Θεού, που οικοδόμησε τη δημιουργία στο παρελθόν και υπόσχεται μία νέα δημιουργία στο μέλλον ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Χριστού και συνεπώς αποκτά ιστορική υπόσταση. Η ενότητα της αποκαλυπτικής ιστορίας ως ιστορίας του Χριστού, υπογραμμίζεται εμφατικά στον πρόλογο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου δημιουργία και σωτηρία παρουσιάζονται ως ένα και μόνο έργο του Χριστού και της αποκάλυψης. Εφόσον η ιστορική πράξη του Χριστού εκφράζει απόλυτα τη θεϊκή αποκαλυπτική ενέργεια, είναι επιτακτική ανάγκη οι άλλες θεϊκές, αποκαλυπτικές ενέργειες να συνδυαστούν σε μία ενοποιημένη γραμμή του Χριστού, ώστε να προκύψει μία και μόνη «βιβλική» ιστορία.
Η πρωτοχριστιανική θεολογία υποστηρίζει ότι η γραμμή του Χριστού είναι μία και αρνείται την άποψη ότι η δημιουργία ανήκει μόνο στο Θεό – Πατέρα και το ιστορικό, λυτρωτικό έργο ανήκει μόνο στο Χριστό. Ο Χριστός είναι ο μεσίτης της κοσμικής και ιστορικής πορείας και η αποκαλυπτική ενέργεια του Θεού ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Χριστού λαμβάνοντας τη μορφή ενός ιστορικού γεγονότος, το οποίο προσδιορίζεται χρονολογικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κείμενα των πρώτων χριστιανών αποκαλύπτουν το έργο του Θεού εν Χριστώ και συνεπώς αποκτούν τη μορφή μίας συνεχόμενης, χριστοκεντρικής ιστορίας. Οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι μέσα από την αφήγηση της ζωής και των έργων του Χριστού συνθέτουν μία ιστορική εικόνα του Ενανθρωπήσαντος Κυρίου.
Σύμφωνα με το Φλωρόφσκυ, η Αγία Γραφή είναι ένα βιβλίο για το Θεό, γιατί καταγράφει τις επεμβάσεις του Θεού στη ζωή του ανθρώπου και κοινωνεί το μήνυμα, που απορρέει από τις πράξεις του Θεού. Η Παλαιά Διαθήκη εξιστορεί τις θεϊκές επεμβάσεις στη ζωή του ανθρώπου, οι οποίες σαν σκοπό είχαν να οδηγήσουν το λαό του Ισραήλ στο Χριστό. Οι θεϊκές ενέργειες, που περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη και που προλειαίνουν το έδαφος για τον ερχομό του Χριστού, κατά κάποιο τρόπο κατοπτρίζονται στις μετέπειτα θεϊκές ενέργειες εν Χριστώ, που εξιστορούνται στην Καινή Διαθήκη και συνεπώς παρατηρείται κάποια συνέχεια στη θεϊκή ενέργεια. Εφόσον η ιερή ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης είναι προσανατολισμένη προς το Χριστό, ο Χριστός είναι η πλήρωση των προφητειών και κατ’ επέκταση της Παλαιάς Διαθήκης. Η έννοια των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης παρόλο που δεν είναι άμεσα ορατή, υφίσταται. Όταν η Εκκλησία ταυτίζει τον πάσχοντα δούλο από το βιβλίο του Ησαΐα με τον εσταυρωμένο Χριστό δεν εφαρμόζει μόνο ένα όραμα της Παλαιάς Διαθήκης σε ένα γεγονός της Καινής αλλά επισημαίνει την έννοια του οράματος με τη θεμελίωσή του σε ένα ιστορικό γεγονός.
Ο Χριστός ακόμη και μετά τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του εξακολουθεί να δρα επί της γης υπηρετώντας το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου. Είναι παρών στην Εκκλησία ως η κεφαλή του σώματός Του, όπου η σωτηρία όχι μόνο αναγγέλλεται και διακηρύσσεται αλλά και τελείται.Άλλωστε σύμφωνα με την αρχή της αντιπροσώπευσης μετά το χρονικό κέντρο της ιστορίας της σωτηρίας – τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού – τη συνέχιση του λυτρωτικού Του έργου έχουν αναλάβει όλοι εκείνοι, που πιστεύουν στην αξία του αντιπροσωπευτικού Του θανάτου. Οι Απόστολοι και η Εκκλησία ως το Σώμα του Ενός αναλαμβάνουν να υπηρετήσουν την εκπλήρωση του θεϊκού σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους και της εγκαθίδρυσης της Βασιλείας του Θεού. Εύλογα η επίγεια Εκκλησία ως αντιπρόσωπος του Σώματος του Χριστού διαδραματίζει στην καινοδιαθηκική αντίληψη κεντρικό ρόλο για την υλοποίηση αυτής της αποστολής. Είναι προφανές ότι μέσα στο ιστορικό πλαίσιο, που θέτει η Αγία Γραφή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συναρτώνται σε μία ενότητα θεϊκού σκοπού, που είναι ο Χριστός.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η γραμμή της σωτηρίας, της εφαρμογής δηλαδή του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, χωρίζεται σε τρία τμήματα: ο χρόνος πριν τη δημιουργία, ο χρόνος από τη δημιουργία ως την παρουσία και ο χρόνος από την παρουσία και μετά. Το χρονολογικά νέο στοιχείο, που εισάγει ο Χριστός στον αρχέγονο χριστιανισμό είναι ότι μετά την Ανάσταση οι πιστοί χριστιανοί θεωρούν ότι το κέντρο της γραμμής της σωτηρίας δε βρίσκεται πια στο μέλλον. Σε αντίθεση με τον ιουδαϊσμό το κεντρικό σημείο του χρόνου δεν είναι η μελλοντική έλευση του Μεσσία αλλά η ιστορική ζωή και το έργο του Χριστού, που ήδη συντελέστηκε στο παρελθόν. Η θεώρηση αυτή αποτελεί το θεμέλιο της Καινής Διαθήκης. Άλλωστε όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν μετά την Ανάσταση. Ο Χριστός, όταν κηρύττει ότι η βασιλεία του Θεού έχει ήδη έρθει, γνωρίζει ότι η έγχρονη, επίγεια ζωή του αποτελεί το καθοριστικό κέντρο της ιστορίας της σωτηρίας. Από την άλλη πλευρά υπογραμμίζει το μελλοντικό χαρακτήρα της Βασιλείας.
Η αντίφαση αυτή προκαλεί μία ένταση, η οποία οφείλεται στην τοποθέτηση του νέου χρονικού κέντρου, το οποίο συμπίπτει με τον ερχομό του Χριστού, στο παρελθόν, ενώ σύμφωνα με την παλιά ισχύουσα ακόμη διαίρεση της γραμμής της σωτηρίας η έλευση της Βασιλείας τοποθετείται στο μέλλον. Το στοιχείο της προσδοκίας παραμένει. Αλλά παρόλο που η έλευση της Βασιλείας αναμένεται να συμβεί στο μέλλον, το κέντρο της ιστορίας της σωτηρίας δεν είναι πια το μελλοντικό αυτό γεγονός αλλά το ιστορικό γεγονός της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού.
Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου