Πατέρες και δάσκαλοι, σκέφτομαι:
«Τι είναι Κόλαση;»
Και λέω πως είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς».
Μια φορά, μέσα στο άπειρο, το άμετρο σε χρόνο και σε διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη -με την εμφάνισή της στη γη η δυνατότητα να πει στον εαυτό της:
«Υπάρχω κι αγαπώ».
Μια φορά, μονάχα μια φορά, της δόθηκε μια στιγμή αγάπης ενεργητικής, ζώσης, και γι’ αυτό της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί μ’ αυτήν ο καιρός και οι διορίες. Και τι έγινε λοιπόν; Αυτή η ευτυχισμένη ύπαρξη αρνήθηκε το ανεκτίμητο δώρο, δεν το εκτίμησε, δεν το αγάπησε, το κοίταξε κοροϊδευτικά κι έμεινε αναίσθητη. Όταν μια τέτοια ύπαρξη φύγει απ’ τη γη, βλέπει τους κόλπους του Αβραάμ, κουβεντιάζει με τον Αβραάμ, όπως μας λέει η παραβολή περί Λαζάρου και πλουσίου, ατενίζει και τον Παράδεισο, μπορεί να πλησιάσει και τον Kύριο, μα αυτό ακριβώς είναι το μαρτύριό της, ότι ανεβαίνει στο Θεό χωρίς να ‘χει αγαπήσει, γιατί αγγίζει εκείνους που έχουν αγαπήσει και που αυτή είχε περιφρονήσει την αγάπη τους. Γιατί τώρα βλέπει καθαρά και θα πει μόνος του στον εαυτό του: «Τώρα πια κατέχω τη γνώση και, αν και διψάω ν’ αγαπήσω. δε θα υπάρχει πια κανένας άθλος στην αγάπη μου, δε θα υπάρχει ούτε θυσία γιατί τέλειωσε η επίγεια ζωή μου και δε θα ‘ρθει ο Αβραάμ να μου δώσει έστω και μια σταγόνα ζώντος ύδατος (δηλαδή να μου ξαναδώσει το δώρο της επίγειας ζωής που είχα πρώτα) για να δροσίσει τη φλόγα της δίψας μου για πνευματική αγάπη, που με φλογίζει τώρα και που την περιφρόνησα όσο ήμουν στη γη. Δεν έχω πια ζωή και δε θα υπάρξει πια καιρός! Κι αν ακόμα θα ‘ μουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για τους άλλους, είναι αργά πια, γιατί πέρασε εκείνη η ζωή που θα μπορούσα να την κάνω θυσία στην αγάπη και τώρα μια άβυσσος χωρίζει εκείνη τη ζωή απ’ την τωρινή μου ύπαρξη».
Μιλάνε για φλόγες υλικές που έχει η Κόλαση: δεν εξετάζω αυτό το μυστήριο γιατί τρομάζω, μα σκέφτομαι πως κι αν ακόμα υπήρχαν υλικές φλόγες, τότε, μα την αλήθεια, οι κολασμένοι θα τις δέχονταν με χαρά γιατί με τα σωματικά μαρτύρια θα ξεχνούσαν, έστω και για μια στιγμή, το ψυχικό μαρτύριο που είναι πολύ πιο τρομερό. Μα ούτε και είναι δυνατό να τους απαλλάξει κανείς απ’ αυτό το ψυχικό μαρτύριο, γιατί δεν είναι εξωτερικό μα το ‘χουν μέσα τους. Μα κι αν ήταν δυνατόν να τους απαλλάξουν, τότε, έτσι νομίζω, θα γίνονταν ακόμα πιο πικρά δυστυχισμένοι. Γιατί κι αν ακόμα τους συγχωρούσαν οι δίκαιοι απ’ τον Παράδεισο, βλέποντας τα μαρτύριά τους και τους καλούσαν κοντά τους αγαπώντας τους απεριόριστα, και πάλι τα μαρτύριά τους θα μεγάλωναν, γιατί ίσα ίσα μ’ αυτή τη συγγνώμη θα μεγάλωνε και η δίψα τους για ανταπόδοση αγάπης, για αγάπη ενεργητική και γεμάτη ευγνωμοσύνη, που τους είναι αδύνατο πια να δείξουν. Ωστόσο σκέφτομαι ταπεινά πως όταν θα παραδεχτούν πως τους είναι αδύνατο, θα ξαλαφρώσουν κάπως γιατί, παίρνοντας την αγάπη των δικαίων και μη έχοντας τη δυνατότητα να την ανταποδώσουν, θα υποταχτούν και θα ταπεινωθούν και θα κερδίσουν έτσι κάτι σαν ομοίωμα της ενεργητικής αγάπης, που περιφρόνησαν στη γη, και μιας πράξης που κάπως μοιάζει με εκείνην… Λυπάμαι, αδερφοί και φίλοι μου, που δεν μπορώ να το πω πιο καθαρά αυτό. Όμως, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκαταστράφηκαν πάνω στη γη, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκτόνησαν! Νομίζω πως δεν μπορούν να υπάρξουν πιο δυστυχισμένοι απ’ αυτούς. Είναι αμαρτία, μας λένε, να προσευχόμαστε γι’ αυτούς στο Θεό και η Εκκλησία, εξωτερικά, σάμπως να τους αποδιώχνει, μα η ψυχή μου λέει πως θα μπορούσαμε να δεηθούμε και γι’ αυτούς. Δε θα θυμώσει ο Χριστός για ένα δείγμα αγάπης. Εγώ προσευχόμουν όλη μου τη ζωή μέσα μου γι’ αυτούς, σας το εξομολογούμαι, πατέρες και δάσκαλοι, μα και τώρα προσεύχομαι κάθε μέρα.
Ω, υπάρχουν κι άνθρωποι που φτάσανε στην Κόλαση αλαζόνες και θηριώδεις, παρ’ όλη την αδιαφιλονίκητη γνώση και την ενατένιση της αναντίρρητης αλήθειας. Υπάρχουν μερικοί φρικαλέοι που πήγαν με το μέρος του Σατανά και το αλαζονικό πνεύμα του. Αυτοί θέλανε μονάχοι τους την Κόλαση και δεν μπορούν να τη χορτάσουν. Αυτοί είναι πια εθελοντές κολασμένοι. Καταράστηκαν μονάχοι τους τον εαυτό τους γιατί καταράστηκαν το Θεό και τη ζωή. Τρέφονται με την άγρια αλαζονεία τους, όπως ένας πεινασμένος που βρέθηκε στην έρημο κι άρχισε να βυζαίνει το ίδιο του το αίμα. Μα δε θα χορτάσουν εις τους αιώνας των αιώνων γιατί δε δέχονται να τους συγχωρέσουν και καταριώνται το Θεό που τους καλεί κοντά του. Δεν μπορούν να κοιτάζουν χωρίς μίσος το Θεό και απαιτούν να μην υπάρχει Θεός της ζωής, απαιτούν να αυτοεκμηδενιστεί ο Θεός και να καταστρέψει τη δημιουργία του. Και θα καίγονται εις τον αιώνα τον άπαντα στις φλόγες της οργής τους, διψώντας το θάνατο και την ανυπαρξία. Μα δεν θα τον λάβουν το θάνατο.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
«Τι είναι Κόλαση;»
Και λέω πως είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς».
Μια φορά, μέσα στο άπειρο, το άμετρο σε χρόνο και σε διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη -με την εμφάνισή της στη γη η δυνατότητα να πει στον εαυτό της:
«Υπάρχω κι αγαπώ».
Μια φορά, μονάχα μια φορά, της δόθηκε μια στιγμή αγάπης ενεργητικής, ζώσης, και γι’ αυτό της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί μ’ αυτήν ο καιρός και οι διορίες. Και τι έγινε λοιπόν; Αυτή η ευτυχισμένη ύπαρξη αρνήθηκε το ανεκτίμητο δώρο, δεν το εκτίμησε, δεν το αγάπησε, το κοίταξε κοροϊδευτικά κι έμεινε αναίσθητη. Όταν μια τέτοια ύπαρξη φύγει απ’ τη γη, βλέπει τους κόλπους του Αβραάμ, κουβεντιάζει με τον Αβραάμ, όπως μας λέει η παραβολή περί Λαζάρου και πλουσίου, ατενίζει και τον Παράδεισο, μπορεί να πλησιάσει και τον Kύριο, μα αυτό ακριβώς είναι το μαρτύριό της, ότι ανεβαίνει στο Θεό χωρίς να ‘χει αγαπήσει, γιατί αγγίζει εκείνους που έχουν αγαπήσει και που αυτή είχε περιφρονήσει την αγάπη τους. Γιατί τώρα βλέπει καθαρά και θα πει μόνος του στον εαυτό του: «Τώρα πια κατέχω τη γνώση και, αν και διψάω ν’ αγαπήσω. δε θα υπάρχει πια κανένας άθλος στην αγάπη μου, δε θα υπάρχει ούτε θυσία γιατί τέλειωσε η επίγεια ζωή μου και δε θα ‘ρθει ο Αβραάμ να μου δώσει έστω και μια σταγόνα ζώντος ύδατος (δηλαδή να μου ξαναδώσει το δώρο της επίγειας ζωής που είχα πρώτα) για να δροσίσει τη φλόγα της δίψας μου για πνευματική αγάπη, που με φλογίζει τώρα και που την περιφρόνησα όσο ήμουν στη γη. Δεν έχω πια ζωή και δε θα υπάρξει πια καιρός! Κι αν ακόμα θα ‘ μουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για τους άλλους, είναι αργά πια, γιατί πέρασε εκείνη η ζωή που θα μπορούσα να την κάνω θυσία στην αγάπη και τώρα μια άβυσσος χωρίζει εκείνη τη ζωή απ’ την τωρινή μου ύπαρξη».
Μιλάνε για φλόγες υλικές που έχει η Κόλαση: δεν εξετάζω αυτό το μυστήριο γιατί τρομάζω, μα σκέφτομαι πως κι αν ακόμα υπήρχαν υλικές φλόγες, τότε, μα την αλήθεια, οι κολασμένοι θα τις δέχονταν με χαρά γιατί με τα σωματικά μαρτύρια θα ξεχνούσαν, έστω και για μια στιγμή, το ψυχικό μαρτύριο που είναι πολύ πιο τρομερό. Μα ούτε και είναι δυνατό να τους απαλλάξει κανείς απ’ αυτό το ψυχικό μαρτύριο, γιατί δεν είναι εξωτερικό μα το ‘χουν μέσα τους. Μα κι αν ήταν δυνατόν να τους απαλλάξουν, τότε, έτσι νομίζω, θα γίνονταν ακόμα πιο πικρά δυστυχισμένοι. Γιατί κι αν ακόμα τους συγχωρούσαν οι δίκαιοι απ’ τον Παράδεισο, βλέποντας τα μαρτύριά τους και τους καλούσαν κοντά τους αγαπώντας τους απεριόριστα, και πάλι τα μαρτύριά τους θα μεγάλωναν, γιατί ίσα ίσα μ’ αυτή τη συγγνώμη θα μεγάλωνε και η δίψα τους για ανταπόδοση αγάπης, για αγάπη ενεργητική και γεμάτη ευγνωμοσύνη, που τους είναι αδύνατο πια να δείξουν. Ωστόσο σκέφτομαι ταπεινά πως όταν θα παραδεχτούν πως τους είναι αδύνατο, θα ξαλαφρώσουν κάπως γιατί, παίρνοντας την αγάπη των δικαίων και μη έχοντας τη δυνατότητα να την ανταποδώσουν, θα υποταχτούν και θα ταπεινωθούν και θα κερδίσουν έτσι κάτι σαν ομοίωμα της ενεργητικής αγάπης, που περιφρόνησαν στη γη, και μιας πράξης που κάπως μοιάζει με εκείνην… Λυπάμαι, αδερφοί και φίλοι μου, που δεν μπορώ να το πω πιο καθαρά αυτό. Όμως, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκαταστράφηκαν πάνω στη γη, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκτόνησαν! Νομίζω πως δεν μπορούν να υπάρξουν πιο δυστυχισμένοι απ’ αυτούς. Είναι αμαρτία, μας λένε, να προσευχόμαστε γι’ αυτούς στο Θεό και η Εκκλησία, εξωτερικά, σάμπως να τους αποδιώχνει, μα η ψυχή μου λέει πως θα μπορούσαμε να δεηθούμε και γι’ αυτούς. Δε θα θυμώσει ο Χριστός για ένα δείγμα αγάπης. Εγώ προσευχόμουν όλη μου τη ζωή μέσα μου γι’ αυτούς, σας το εξομολογούμαι, πατέρες και δάσκαλοι, μα και τώρα προσεύχομαι κάθε μέρα.
Ω, υπάρχουν κι άνθρωποι που φτάσανε στην Κόλαση αλαζόνες και θηριώδεις, παρ’ όλη την αδιαφιλονίκητη γνώση και την ενατένιση της αναντίρρητης αλήθειας. Υπάρχουν μερικοί φρικαλέοι που πήγαν με το μέρος του Σατανά και το αλαζονικό πνεύμα του. Αυτοί θέλανε μονάχοι τους την Κόλαση και δεν μπορούν να τη χορτάσουν. Αυτοί είναι πια εθελοντές κολασμένοι. Καταράστηκαν μονάχοι τους τον εαυτό τους γιατί καταράστηκαν το Θεό και τη ζωή. Τρέφονται με την άγρια αλαζονεία τους, όπως ένας πεινασμένος που βρέθηκε στην έρημο κι άρχισε να βυζαίνει το ίδιο του το αίμα. Μα δε θα χορτάσουν εις τους αιώνας των αιώνων γιατί δε δέχονται να τους συγχωρέσουν και καταριώνται το Θεό που τους καλεί κοντά του. Δεν μπορούν να κοιτάζουν χωρίς μίσος το Θεό και απαιτούν να μην υπάρχει Θεός της ζωής, απαιτούν να αυτοεκμηδενιστεί ο Θεός και να καταστρέψει τη δημιουργία του. Και θα καίγονται εις τον αιώνα τον άπαντα στις φλόγες της οργής τους, διψώντας το θάνατο και την ανυπαρξία. Μα δεν θα τον λάβουν το θάνατο.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου