Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Παιδική Πασχαλιά "τι χαρά, τι αγαλλίασις"

                                                           «Πασχαλινά Διηγήματα»
                                                        Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Είναι Μεγάλη Πέμπτη πρωί.
Μόλις εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου όλα τα μέλη της οικογενείας του καπετάν Κομνηνού εκοινώνησαν. Η καλή μητέρα ανασκουμπώνεται και αρχίζει να βάφει τα αυγά.
Έπειτα έρχονται εις την θύραν δύο – δύο τα παιδιά του χωριού. Κρατούν υψηλὸν καλάμινον σταυρόν, στεφανωμένον με τριαντάφυλλα, με δενδρολίβανον και με πολύχρωμα αγριολούλουδα· ψάλλουν δε το άσμα:
Βλέπεις εκείνο το βουνό, που φαίνεται από πέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Σύρε, μητέρα μ’, στο καλό και στην καλή την ώρα
Κι εμένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ,
Όταν σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες,
Τότε και συ, μανούλα μου, θα ᾽χεις χαρές μεγάλες.
Αλήθεια, τι μεγάλαι χαραὶ δι’ όλους!
Και η καλή μητέρα προθυμότατα δίδει από δύο κόκκινα αυγά εις όλα τα παιδιά. Τι ευτυχία!
Έπειτα η μητέρα αρχίζει να, ζυμώνει. Πλάθει αρκετές κουλούρες με αυγά δια τον άνδρα της, δια την πεθεράν της και δια τον εαυτόν της. Επίσης μικρές «κοκκώνες» δια τα μικρά τέκνα της, την Μόρφω και τον Ευαγγελινόν, δια τα αναδεξίμια της και δια τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.
Αλλά μετά το μοίρασμα ο μικρός Ευαγγελινὸς έχει παράπονα και κλαίει, διότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκκώνα του. Η μητέρα δίδει εις τον Ευαγγελινὸν άλλην να διαλέξει, αλλ’ αυτός δεν ημερώνει. Το βέβαιον είναι, ότι τας θέλει όλας δια τον εαυτόν του.
Και τότε η καλή μητέρα τον παρηγορεί:
-Το Σάββατο βράδυ θα ᾽ρθει κρα – κρα η κουρούνα να φέρει κρέας, τσι – τσι, και τότε θα ιδείς χαρές που θα ᾽χεις, σαν ακούσεις κρα – κρα την κουρούνα να χτυπάει το παραθύρι:
"Πάρε, Ευαγγελινέ, το τυρί, πάρε και το τσι – τσι να φάτε!"
Και ο μικρός ψιθυρίζει και αυτός:
-Θα ᾽θει κουούνα να φέρει τσι – τσι.
Και την Μεγάλην Παρασκευὴν κατά την δύσιν του ηλίου η μητέρα οδηγεί τα δύο παιδιά εις την εκκλησίαν. Τα μικρά κάμνουν τον σταυρόν των εμπρός εις το ανθοστόλιστον κουβούκλιον και ασπάζονται με ευλάβειαν τον μυρωμένον Επιτάφιον.
Κατόπιν ασπάζονται το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ’ αγγελούδια και τον Σταυρόν. Τέλος περνούν τρεις φοράς κάτω από τον Επιτάφιον.
Τι χαρά, τι δόξα!
Ολίγην ώραν μετά τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής προς τα εξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου, η μητέρα εξυπνά τον Ευαγγελινὸν και την Μόρφω· και ενώ σημαίνουν οι καμπάνες, πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, όπου ακούουν το «Ω, γλυκύ μου έαρ!» και άλλα ακόμη ωραία άσματα.
Έπειτα οι πιστοί όλοι με αναμμένας λαμπάδας εξέρχονται εις το ύπαιθρον, κάτω από το γλυκύ φέγγος της σελήνης, ενώ η αυγή αρχίζει να ροδίζει.
Ακολουθούν όλοι τον Επιτάφιον, που περιφέρεται με τας λαμπάδας αναμμένας. Ελαφρόν αεράκι κινεί ήρεμα τας φλόγας των κηρίων, χωρίς να τας σβήνει. Η άνοιξις στέλλει τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα Χριστόν, ωσάν να ψάλλει και αυτή:
-Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον!
Και τα παιδιά, που προχωρούν εμπρός από τον Επιτάφιον, κράζουν μεγαλοφώνως:
-Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!
Ύστερον ανέτειλε πλέον ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου. Ο Ευαγγελινὸς εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ηγόρασε δια το Πάσχα ο πατέρας του.
Ο Ευαγγελινὸς και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τι ωραίον, τι ήμερον, τι λευκόμαλλον που είναι το αρνί και πως βελάζει το καημένο: «μπε – μπε!».
Την εσπέραν έφερεν ο πατέρας τας πασχαλινάς λαμπάδας. Τι χαρά! Φαντασθήτε ωραίας, μικράς λαμπάδας με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός πάλιν θέλει να πάρει την λαμπάδα της αδελφής του λέγων:
-Εκείνη είναι μεγαλύτερη.
Η μητέρα του την έδωσεν. Αλλ’ ο μικρός την έσπασεν, εκεί όπου έπαιζε με αυτήν. Τέλος έσπασε και την ιδικήν του και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατέρας του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθεί, ότι δεν θα την πάρει εις το χέρι του έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν.
Ο μικρός απεκοιμήθει κλαίων και χαίρων.
Μετά τα μεσάνυκτα ήλθεν επί τέλους η ώρα της λαμπράς Αναστάσεως. Ήστραψεν όλη η εκκλησία, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων. Τα παιδιά αρχίζουν να καίουν με κρότον σπίρτα και μικρά βαρελότα.
Έπειτα τα μικρά παιδιά, αγοράκια και κοριτσάκια έως τεσσάρων ετών, στέκονται γύρω από τα δύο αναλόγια και πλησίον εις το εικονοστάσιον και αρχίζουν να παίζουν, να στάζουν σταγόνας από τας λαμπάδας των και να τσουγκρίζουν τα αυγά των.
Ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι πέντε ετών αρχίζουν να φιλονικούν:
-Η δική μου λαμπάδα είναι μεγαλύτερη.
-Όχι, η δική μου.
-Εμένα ο πατέρας μου την εδιάλεξε και είναι πιο καλή.
-Εμένα η μάννα μου την εστόλισε μοναχή της.
-Και ξέρει να κάνει λαμπάδες η μάννα σου;
-Όχι, δεν ξέρει; Αμ’ τι θαρρείς;
-Τέτοια παλιολαμπάδα!
Και η φιλονικία προχωρεί. Τέλος σπάζουν και οι δύο τας λαμπάδας των και καταλήγουν εις τα κλάματα.
Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Δευτέρα Ανάστασις και έγινεν η Αγάπη, εξήλθον όλοι εις την πλατείαν.
Ύστερον η μητέρα στρώνει την τράπεζαν εις την οικίαν και βάζει τα αυγά τα κόκκινα και το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί το ψημένο. Τα παιδιά, κάθηνται εις την τράπεζαν και αρχίζουν να τσουγκρίζουν τα αυγά των.
Τι χαρά, τι αγαλλίασις!

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Δ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Γ. ΜΕΓΑ, Κ. ΡΩΜΑΙΟΥ Σ. ΔΟΥΦΕΞΗ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΑΘΗΝΑΙ 1959

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άδεια αναδημοσίευσης:

Κάθε Αναδημοσίευση επιτρέπεται υπό τον όρο ότι θα γίνεται αναφορά προέλευσης του ληφθέντος περιεχομένου από τον παρόντα Ιστοτόπο με παραπομπή (link).