Ο Χριστός, είναι ο αιώνια ερχόμενος Κύριος, ο Νυμφίος των καρδιών μας, ο εραστής ομού και ο ερωμένος, που έρχεται και μας αναζητά για να μας σώσει «εν τω μέσῳ της νυκτός». Η νύχτα, δεν είναι μόνο η κατάσταση του κακού και της αθλιότητας, των παθών και των δαιμόνων, της δαιμονικής απάτης και ακαθαρσίας, της πονηρίας και της αλλοτριώσεως, του φόβου και του σκότους, του τρόμου και του θανάτου. Στην ασκητική μας Παράδοση, γίνεται καιρός στεναγμών και δακρύων, μετάνοιας και αναμονής των μεγάλων γεγονότων της σωτηρίας «εν Χριστώ»• γεγονότων οριακών για την προσωπική μας ζωή. Όπως ομολογεί ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, «όποιος έφτασε σε πνευματική γνώση, θαυμάζει και τη νύχτα, γιατί σε όλους είναι ωφέλιμη. Στους πρακτικούς δίνει ησυχία και ευκαιρία προσευχής. Τους πενθικούς τούς οδηγεί στη μνήμη του θανάτου και του Άδη. Και εκείνους που επιδιώκουν την ηθική, τους οδηγεί στην ακριβέστερη μελέτη και έρευνα των θείων ευεργεσιών και την τακτοποίηση των ηθών (Ψαλμ. δ΄ 5). Για τους θεωρητικούς η νύχτα έχει πολλές θεωρίες. Τους θυμίζει την Κοσμοποιΐα… και ο θεωρητικός έχει την αίσθηση ότι είναι μόνος σαν τον Αδάμ, και υμνεί τον Κτίστη και Δημιουργό της κτίσεως, με γνώση μαζί με τους Αγγέλους. Όταν γίνονται βροντές και αστραπές, συλλογίζεται την Ημέρα της Κρίσεως. Από την ανατολή του αυγερινού και της αυγής, κατανοεί τη φανέρωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού (Ματθ. κδ΄ 30). Από το ξύπνημα των ανθρώπων από τον ύπνο, συμπεραίνει την κοινή ανάσταση• ενώ από την ανατολή του ηλίου, την έλευση του Κυρίου».
Επιθυμούμε να επαναλάβουμε τους λόγους του Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάεφ (1874–1948), σύμφωνα με τους οποίους, «η νύχτα δεν έχει λιγότερη αίγλη, δεν είναι λιγότερο θεία από την ημέρα. Τη νύχτα λάμπουν τα άστρα. Η νύχτα φέρνει αποκαλύψεις, που η ημέρα δεν τις ξέρει. Είναι η “ώρα της ανέκφραστης νοσταλγίας”. Είναι αγία, είναι πιο μεταφυσική, πιο οντολογική από την ημέρα». Η ελπίδα αυτής της μεταμορφώσεως της νύκτας είναι ο καρπός της ελεύσεως και παρουσίας του Χριστού «εν τω μέσῳ της νυκτός», ο Οποίος «ερρυσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν της αγάπης» (Κολ. α΄ 13). Εμείς, βέβαια, εξακολουθούμε να κατασκευάζουμε τη μυστηριώδη νύκτα για να κρύβουμε τα έργα του σκότους, τα φαύλα έργα, να αποκρύπτουμε τον αργό θάνατο της άθεης ζωής μας. Και ο Χριστός, Αυτός ο αμετανόητα ερωτευμένος μαζί μας, εξακολουθεί να έρχεται τη νύκτα, «εν τω μέσῳ της νυκτός», στην καρδιά της νύκτας, στο σκοτάδι του Άδη της καρδιάς και της ιστορίας μας και να απογυμνώνει, να κρίνει και να φωτίζει τα πάντα στο φως της αναστάσεώς Του, στην οποία χαιρόμαστε το φως της Πρώτης και Όγδοης ημέρας της Δημιουργίας. Μπορούμε, λοιπόν, να Τον προσδοκούμε γιατί Εκείνος επιμένει πραγματικά να έρχεται στην αφεγγή νύκτα των τυραννικών παθών μας, στη θλίψη των εσκοτισμένων καρδιών μας, στην τρέλα της κακής μοναξιάς, στον τρόμο της «αθεΐας της νύκτας» των καιρών μας.
Ο Χριστός είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. α΄ 4). Έρχεται, γιατί δε θέλει να μείνουμε μόνοι στο φόβο της νύκτας μας, αλλά προπαντός γιατί Εκείνος πρώτος ποθεί τη σωτηρία μας στην κοινωνία της αγάπης, όπως αυτή φανερώθηκε στο Σταυρό Του. Έρχεται για να αυτοαποκαλυφθεί ως το εσώτατο Μυστήριο των πάντων και το Όνομα που συγκρατεί σύμπαντα τον κόσμο, ως το αρχέτυπο και το τέλος όλων των δημιουργημένων όντων, των προσώπων και των πραγμάτων, ως το κατάλυμα όλων των ανθρώπινων ερώτων και η κατάπαυση όλων των έσχατων ερωτημάτων μας. Η έλευση του Κυρίου, του Νυμφίου της Εκκλησίας, αποτελεί πρόσκληση και τιμή στην ελευθερία και την αγάπη μας, στην ελεύθερη αγάπη μας ή την ελευθερία των υιών, για να θελήσουμε να συνειδητοποιήσουμε, έστω και την έσχατη ώρα, τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της προσωπικής μας φύσεως, ότι δηλαδή εμείς οι άνθρωποι και στην πτώση μας είμαστε αδελφοί και φίλοι Του, οικείοι και συνδαιτυμόνες στην τράπεζα της ζωής και της αναστάσεώς Του. Γι’ αυτήν την πρόσκληση και την τιμή ο Χριστός γίνεται ο επαιτών, ο παρακαλών, ο καρτερών, ο αναμένων, για να μη μείνει ο άνθρωπος ενδεής, απαρηγόρητος, μεθυσμένος, απελπισμένος.
Εγώ όσους φιλώ, ελέγχω και παιδεύω• ζήλευε ουν και μετανόησον.
Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω• εάν τις ακούσει της φωνής Μου και ανοίξει την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ Εμού. (Ἀποκ. γ΄ 19–20).
Πηγή: http://toeilhtarion.blogspot.gr/
Επιθυμούμε να επαναλάβουμε τους λόγους του Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάεφ (1874–1948), σύμφωνα με τους οποίους, «η νύχτα δεν έχει λιγότερη αίγλη, δεν είναι λιγότερο θεία από την ημέρα. Τη νύχτα λάμπουν τα άστρα. Η νύχτα φέρνει αποκαλύψεις, που η ημέρα δεν τις ξέρει. Είναι η “ώρα της ανέκφραστης νοσταλγίας”. Είναι αγία, είναι πιο μεταφυσική, πιο οντολογική από την ημέρα». Η ελπίδα αυτής της μεταμορφώσεως της νύκτας είναι ο καρπός της ελεύσεως και παρουσίας του Χριστού «εν τω μέσῳ της νυκτός», ο Οποίος «ερρυσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν της αγάπης» (Κολ. α΄ 13). Εμείς, βέβαια, εξακολουθούμε να κατασκευάζουμε τη μυστηριώδη νύκτα για να κρύβουμε τα έργα του σκότους, τα φαύλα έργα, να αποκρύπτουμε τον αργό θάνατο της άθεης ζωής μας. Και ο Χριστός, Αυτός ο αμετανόητα ερωτευμένος μαζί μας, εξακολουθεί να έρχεται τη νύκτα, «εν τω μέσῳ της νυκτός», στην καρδιά της νύκτας, στο σκοτάδι του Άδη της καρδιάς και της ιστορίας μας και να απογυμνώνει, να κρίνει και να φωτίζει τα πάντα στο φως της αναστάσεώς Του, στην οποία χαιρόμαστε το φως της Πρώτης και Όγδοης ημέρας της Δημιουργίας. Μπορούμε, λοιπόν, να Τον προσδοκούμε γιατί Εκείνος επιμένει πραγματικά να έρχεται στην αφεγγή νύκτα των τυραννικών παθών μας, στη θλίψη των εσκοτισμένων καρδιών μας, στην τρέλα της κακής μοναξιάς, στον τρόμο της «αθεΐας της νύκτας» των καιρών μας.
Ο Χριστός είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. α΄ 4). Έρχεται, γιατί δε θέλει να μείνουμε μόνοι στο φόβο της νύκτας μας, αλλά προπαντός γιατί Εκείνος πρώτος ποθεί τη σωτηρία μας στην κοινωνία της αγάπης, όπως αυτή φανερώθηκε στο Σταυρό Του. Έρχεται για να αυτοαποκαλυφθεί ως το εσώτατο Μυστήριο των πάντων και το Όνομα που συγκρατεί σύμπαντα τον κόσμο, ως το αρχέτυπο και το τέλος όλων των δημιουργημένων όντων, των προσώπων και των πραγμάτων, ως το κατάλυμα όλων των ανθρώπινων ερώτων και η κατάπαυση όλων των έσχατων ερωτημάτων μας. Η έλευση του Κυρίου, του Νυμφίου της Εκκλησίας, αποτελεί πρόσκληση και τιμή στην ελευθερία και την αγάπη μας, στην ελεύθερη αγάπη μας ή την ελευθερία των υιών, για να θελήσουμε να συνειδητοποιήσουμε, έστω και την έσχατη ώρα, τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της προσωπικής μας φύσεως, ότι δηλαδή εμείς οι άνθρωποι και στην πτώση μας είμαστε αδελφοί και φίλοι Του, οικείοι και συνδαιτυμόνες στην τράπεζα της ζωής και της αναστάσεώς Του. Γι’ αυτήν την πρόσκληση και την τιμή ο Χριστός γίνεται ο επαιτών, ο παρακαλών, ο καρτερών, ο αναμένων, για να μη μείνει ο άνθρωπος ενδεής, απαρηγόρητος, μεθυσμένος, απελπισμένος.
Εγώ όσους φιλώ, ελέγχω και παιδεύω• ζήλευε ουν και μετανόησον.
Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω• εάν τις ακούσει της φωνής Μου και ανοίξει την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ Εμού. (Ἀποκ. γ΄ 19–20).
Πηγή: http://toeilhtarion.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου