«Δεν φταίνε οι άνθρωποι σήμερα όταν δεν μπορούν να ερωτευθούν, όταν ταυτίζουν τον έρωτα μόνο με τη χρήση του άλλου»
ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ έχουμε δύο λέξεις για να σημάνουμε τα αντι-κείμενα της εμπειρικής μας πιστοποίησης: τη λέξη «πράγματα» και τη λέξη «χρήματα».
«Πράγματα» είναι τα παράγωγα του πράττειν, τα αποτελέσματα μιας ποιητικής ενέργειας, τα πεπραγμένα ενός δημιουργού προσώπου. «Χρήματα» είναι εκείνα από τα πράγματα που καθορίζονται κυρίως από τη χρήση τους, εξυπηρετούν χρηστικές ανάγκες, είναι χρήσιμα στην πρακτική του βίου.
Τα πράγματα ενδέχεται να διασώζουν την ετερότητα (μοναδικότητα και ανομοιότητα) ενός προσωπικού δημιουργικού λόγου, να παραπέμπουν στο πρόσωπο του δημιουργού τους (όπως η ζωγραφιά στον ζωγράφο και το ποίημα στον ποιητή).
Τα χρήματα ταυτίζονται απλώς με τη χρηστική τους σκοπιμότητα, παραπέμπουν στην ίδια για όλους ωφέλιμη διευκόλυνση.
EΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΛΕΞΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: τη λέξη «νομίσματα». Είναι εκείνα από τα χρήματα που τη χρήση τους την καθορίζουμε εμείς (κάθε ανθρώπινη κοινωνία) με κοινή συμφωνία-σύμβαση. Αντιπροσωπεύουν τη σύμβαση (τον δικό μας «νόμο»), δεν έχουν δική τους «φύση-ουσία», γι αυτό και τα λέμε «νομίσματα»: είναι τα νομιζόμενα, «ότι ου φύσει, αλλά νόμω κείνται», καθώς όρισε ο Αριστοτέλης.
Με τα νομίσματα κατορθώνουμε οι άνθρωποι να «ισάζωμεν» τις ανταλλακτικές μας σχέσεις, να κοινωνούμε τις ανάγκες μας «κατά λόγον», με τρόπο λογικό: τον τρόπο της συμπαντικής αρμονίας και κοσμιότητας. Στόχος είναι οι αρμονικές, κόσμιες σχέσεις μας (στόχος υπαρκτικής αλήθειας και γνησιότητας τόσο για τους αρχαίους Έλληνες όσο —ως ελευθερία αγάπης— και για τους Χριστιανούς).
ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΤΟ ΜΕΣΟ, το εργαλείο που υπηρετεί τη λογικότητα των σχέσεών μας. Γι αυτό και μοιάζει αδιανόητο (τουλάχιστον για τον Αριστοτέλη) να αυτονομείται το νόμισμα, να λειτουργεί άσχετα από τις σχέσεις, για παράδειγμα να αυτοπολλαπλασιάζεται με τον «τόκο»: ο τόκος, το να «τίκτει» το νόμισμα, «παρά φύσιν των χρηματισμών έστι».
Τα «πράγματα» προσφέρονται στη σχέση, τα «χρήματα» και τα «νομίσματα» στη χρήση που υπηρετεί τη σχέση (όταν αποβλέπει η χρήση στην «κοινωνία της χρείας»).
ΟΜΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΤΡΟΠΟ ΒΙΟΥ (δηλαδή πολιτισμό) που μειώνει συνεχώς το πεδίο των σχέσεων, το ενδιαφέρον ή την ανάγκη της σχέσης, για χάρη της προτεραιότητας των χρήσεων.
Στον πολιτισμό μας η χρήση αυτονομείται από τη σχέση, τείνει να υποκαταστήσει την κοινωνία της χρείας με παράλληλες άπληστες χρήσεις. Διαμορφώνει ανεπαίσθητα τον ψυχισμό μας αυτός ο πολιτισμός, μας μπολιάζει με αντανακλαστικά κυρίως χρησιμοθηρικά, με προϊούσα ανικανότητα σχέσης, ανέραστη συμπεριφορά.
ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΘΟΥΝ, όταν ταυτίζουν τον έρωτα μόνο με τη χρήση του άλλου. Δεν φταίνε, γιατί δεν ασκήθηκαν ποτέ στη σχέση, δεν ξέρουν να σχετίζονται, κάθε επιθυμία τους εκπληρώνεται πατώντας ένα κουμπί. Δεν έμαθαν να μοιράζονται το θέλημά τους, να βγαίνουν από το εγώ τους. Ξέρουν μόνο τη χρήση, όχι τη σχέση, μόνο τα χρήματα, όχι τα πράγματα.
Χρήστος Γιανναράς
ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ έχουμε δύο λέξεις για να σημάνουμε τα αντι-κείμενα της εμπειρικής μας πιστοποίησης: τη λέξη «πράγματα» και τη λέξη «χρήματα».
«Πράγματα» είναι τα παράγωγα του πράττειν, τα αποτελέσματα μιας ποιητικής ενέργειας, τα πεπραγμένα ενός δημιουργού προσώπου. «Χρήματα» είναι εκείνα από τα πράγματα που καθορίζονται κυρίως από τη χρήση τους, εξυπηρετούν χρηστικές ανάγκες, είναι χρήσιμα στην πρακτική του βίου.
Τα πράγματα ενδέχεται να διασώζουν την ετερότητα (μοναδικότητα και ανομοιότητα) ενός προσωπικού δημιουργικού λόγου, να παραπέμπουν στο πρόσωπο του δημιουργού τους (όπως η ζωγραφιά στον ζωγράφο και το ποίημα στον ποιητή).
Τα χρήματα ταυτίζονται απλώς με τη χρηστική τους σκοπιμότητα, παραπέμπουν στην ίδια για όλους ωφέλιμη διευκόλυνση.
EΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΛΕΞΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: τη λέξη «νομίσματα». Είναι εκείνα από τα χρήματα που τη χρήση τους την καθορίζουμε εμείς (κάθε ανθρώπινη κοινωνία) με κοινή συμφωνία-σύμβαση. Αντιπροσωπεύουν τη σύμβαση (τον δικό μας «νόμο»), δεν έχουν δική τους «φύση-ουσία», γι αυτό και τα λέμε «νομίσματα»: είναι τα νομιζόμενα, «ότι ου φύσει, αλλά νόμω κείνται», καθώς όρισε ο Αριστοτέλης.
Με τα νομίσματα κατορθώνουμε οι άνθρωποι να «ισάζωμεν» τις ανταλλακτικές μας σχέσεις, να κοινωνούμε τις ανάγκες μας «κατά λόγον», με τρόπο λογικό: τον τρόπο της συμπαντικής αρμονίας και κοσμιότητας. Στόχος είναι οι αρμονικές, κόσμιες σχέσεις μας (στόχος υπαρκτικής αλήθειας και γνησιότητας τόσο για τους αρχαίους Έλληνες όσο —ως ελευθερία αγάπης— και για τους Χριστιανούς).
ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΤΟ ΜΕΣΟ, το εργαλείο που υπηρετεί τη λογικότητα των σχέσεών μας. Γι αυτό και μοιάζει αδιανόητο (τουλάχιστον για τον Αριστοτέλη) να αυτονομείται το νόμισμα, να λειτουργεί άσχετα από τις σχέσεις, για παράδειγμα να αυτοπολλαπλασιάζεται με τον «τόκο»: ο τόκος, το να «τίκτει» το νόμισμα, «παρά φύσιν των χρηματισμών έστι».
Τα «πράγματα» προσφέρονται στη σχέση, τα «χρήματα» και τα «νομίσματα» στη χρήση που υπηρετεί τη σχέση (όταν αποβλέπει η χρήση στην «κοινωνία της χρείας»).
ΟΜΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΤΡΟΠΟ ΒΙΟΥ (δηλαδή πολιτισμό) που μειώνει συνεχώς το πεδίο των σχέσεων, το ενδιαφέρον ή την ανάγκη της σχέσης, για χάρη της προτεραιότητας των χρήσεων.
Στον πολιτισμό μας η χρήση αυτονομείται από τη σχέση, τείνει να υποκαταστήσει την κοινωνία της χρείας με παράλληλες άπληστες χρήσεις. Διαμορφώνει ανεπαίσθητα τον ψυχισμό μας αυτός ο πολιτισμός, μας μπολιάζει με αντανακλαστικά κυρίως χρησιμοθηρικά, με προϊούσα ανικανότητα σχέσης, ανέραστη συμπεριφορά.
ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΘΟΥΝ, όταν ταυτίζουν τον έρωτα μόνο με τη χρήση του άλλου. Δεν φταίνε, γιατί δεν ασκήθηκαν ποτέ στη σχέση, δεν ξέρουν να σχετίζονται, κάθε επιθυμία τους εκπληρώνεται πατώντας ένα κουμπί. Δεν έμαθαν να μοιράζονται το θέλημά τους, να βγαίνουν από το εγώ τους. Ξέρουν μόνο τη χρήση, όχι τη σχέση, μόνο τα χρήματα, όχι τα πράγματα.
Χρήστος Γιανναράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου